Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο Ελύτης γράφει για «το ιδανικό βιβλίο»

Ο Ελύτης γράφει για «το ιδανικό βιβλίο» που δεν έγραψε ποτέ...Ο Ελύτης, ενώ οι Γερμανοί κατακτητές είναι έτοιμοι να μπουν στην Ελλάδα, βρέθηκε νοσηλευόμενος, βαριά ασθενής από τύφο, σ’ ένα νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γράφει, λοιπόν, στο βιβλίο του «Ανοιχτά χαρτιά- Το χρονικό μιας δεκαετίας» τα παρακάτω:«…Βρέθηκα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου των Ιωαννίνων, με όλες τις ενδείξεις τις επιστημονικές ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθώ, εξαιτίας του τύφου, ο οποίος πριν την ανακάλυψη των αντιβιοτικών δεν είχε άλλη σωτηρία από την αντοχή του οργανισμού σου… Έτυχε να περάσω τη μεγάλη κρίση από την αρρώστια τις ημέρες που άρχισε η επίθεση των Γερμανών… Το κρεβάτι μου βρισκόταν πλάι στο παράθυρο και κάθε φορά θυμάμαι, που σήμανε συναγερμός όλοι οι άλλοι άρρωστοι μαζί με τις νοσοκόμες και τους γιατρούς τρεχοκοπούσανε στα καταφύγια… Κι εγώ ασάλευτος, με την πληγιασμένη ράχη και το κομμάτι του ουρανού απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ένα αίσθημα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ όσο ήμουν τριγυρισμένος από τους στρατιώτες μου αναπηδούσε τώρα μέσα μου, πολλαπλασιαζότανε, με χίλιες φωνές μου έκρενε: ”πρέπει, πρέπει, πρέπει να ζήσεις, να νικήσεις, να τα βγάλεις πέρα”.
Θα ‘ναι, φαίνεται, στη μοναξιά και στον άνισο αγώνα που ξυπνάει όλος ο άντρας. Και ο ποιητής. Η ιδέα ενός βιβλίου με κρατούσε- όπως άλλους ένα εικόνισμα. Το έβλεπα, το φυλλομετρούσα, τα ποιήματα που δεν είχα γράψει, και που θα ήθελα να είχα γράψει, γεμίζανε με το εξωτερικό τους σχήμα τις σελίδες του, δεν απόμεινε παρά να τα “γεμίσω”, όπως γεμίζεις μια σειρά από άδεια ποτήρια, και αμέσως τι δύναμη, τι ελευθερία, τι αψηφισιά στις βόμβες και στο θάνατο….
Γάντζωνα τα νύχια μου στο σεντόνι. Παραληρούσα. Ύστερα ήρθανε, φαίνεται, μέρες που έχασα τη μιλιά μου εντελώς… Τη συνείδησή μου την ξαναβρήκα μια νύχτα που ήρθανε να με πάρουν για να με πάνε στο διπλανό καμαράκι…, όπου απομονώνανε τους μελλοθανάτους. Α όχι. Αυτό ποτέ. Μεμιάς η γλώσσα μου λύθηκε. Βρήκα τη δύναμη να διαμαρτυρηθώ, ν’ αρνηθώ, να φωνάξω, ακόμα και να χτυπήσω τις νοσοκόμες… Την άλλη μέρα, όταν είδα να με πλησιάζει ένας παπάς με το δισκοπότηρο στο χέρι, μόνο που δε γάβγισα. Το ‘βαλε στα πόδια, κι οι άλλοι άρρωστοι. Θαρρώ, γελούσανε. Όμως εγώ δε βάσταξα πια κι έβαλα τα κλάματα… ύστερα βυθίστηκα στον ύπνο για ώρες πολλές. Και την άλλη μέρα- κάτι απίστευτο- ξύπνησα σχεδόν απύρετος. Είχα περάσει τη μεγάλη κρίση. Το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει.

Και τώρα, βέβαια, που γράφω, ύστερα από τόσα χρόνια, το ιδανικό αυτό βιβλίο δεν έγινε. Αλλά τι σημαίνει; Η ελπίδα του με κράτησε στη ζωή, και τότε που δεν ήξερα και τώρα που κατάλαβα ότι τα ιδανικά βιβλία δε γίνονται ποτέ. “Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι”......(X)

Αγαπημένες Σκέψεις

...