της Debi Gliori
(Μαμά αλεπού και το αλεπουδάκι)
Ο Μικρός ήταν πολύ κακόκεφος.
Κλείστηκε στο δωμάτιο
κι άρχιζε να στριφογυρίζει
κι όλα τα πράγματα ν΄ αναποδογυρίζει.
Τις ζωγραφιές από τον τοίχο ξεκολλούσε
Κι όλα τα παιχνίδια του χαλούσε.
«Θεέ μου!» είπε η Μαμά «τι έχεις πάθει;»
«είμαι ένα ανάποδος
και γκρινιάρης μικρός
και κανείς δε μ΄αγαπάει» είπε ο μικρός.
«Μικρέ μου» είπε η Μαμά « όπως και να ΄σαι,
εγώ πάντα θα σ΄αγαπώ».
« κι αν ήμουνα αρκούδος, πάλι θα με φρόντιζες
και θα μ΄ αγαπούσες;» ρώτησε ο Μικρός.
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Αν όμως γινόμουν πράσινο έντομο,
πάλι θα μ΄αγαπούσες,
πάλι θα με αγκάλιαζες και θα με φιλούσες;»
«Φυσικά» είπε η Μαμά.
«Εγώ θα σ΄ αγαπώ ό, τι κι αν γίνει»
«Ό, τι κι αν γίνει;» είπε ο Μικρός και χαμογέλασε.
«Κι αν ήμουνα κροκόδειλος;»
«Θα σε αγκάλιαζα και θα σε αγαπούσα
και τη νύχτα θα σου τραγουδούσα»
είπε η Μαμά.
« Χαλάει ποτέ η αγάπη;»
ρώτησε ο Μικρός.
«Λυγίζει άραγε ποτέ και σπάει;
Κι αν ναι, μπορείς άραγε να
την κολλήσεις,
να τη φτιάξεις και να τη χτίσεις; »
«Α, δεν ξέρω» είπε η Μαμά « το μόνο που ξέρω
είναι ότι θα σ΄ αγαπώ για πάντα».
«Κι όταν πεθάνουμε και χαθούμε,
θα μ΄αγαπάς ακόμη;» είπε ο Μικρός.
«Θα υπάρχει ακόμα η αγάπη;»
Η Μαμά πήρε στην αγκαλιά της
τον Μικρό και κοίταξαν μαζί
από το παράθυρο τον ουρανό.
Το φεγγαράκι έφεγγε ψηλά
και τ΄αστεράκια ήταν φωτεινά.
«Κοίτα, Μικρέ, τ΄αστεράκια
πώς λάμπουνε στον ουρανό.
Ξέρεις πως πολλά απ΄αυτά
έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια πια;»
«Τα βλέπεις όμως πώς φωτίζουν ακόμα στον ουρανό;
Η αγάπη είναι σαν τ΄ αστέρια: ποτέ δεν πεθαίνει
και πάντα φωτίζει».