Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Αλκυόνη Παπαδάκη

Η ερημιά είναι όπως η φωλιά της αράχνης, ....
Μόνος του την πλέκει κανείς.
Βγάζει την κλωστή από μέσα του, σαν το σάλιο.
..--..--..--..
Αλκυόνη Παπαδάκη

Τάσος Λειβαδίτης

Άλλοτε πάλι πηγαίνω στο παλιό πατρικό σπίτι, 
ετοιμόρροπο, άδειο ....
αλλά μ' ένα μου στεναγμό
ξαναγίνεται αμέσως κατοικήσιμο.......
...........................................................
Τάσος Λειβαδίτης

Ζαν-Πωλ Σαρτρ

Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: 
την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί 
να βελτιώσει τον εαυτό του. .......
.....................................................................
Ζαν-Πωλ Σαρτρ

Μενέλαος Λουντέμης

Ανέβα… ‘Ολο μπρος…’Ολο ψηλά.
Κι αν δε βρεις δρόμο Φτιάξε....
Ανέβα…
Και πες “ευχαριστώ” στη δύναμη,
που σ’ έκανε ν’ ανέβεις…
........................................
Μενέλαος Λουντέμης

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Μια ιστορία του Χόρχε Μπουκάι - Η πόλη των πηγαδιών.

Μια ιστορία του Χόρχε Μπουκάι - Η πόλη των πηγαδιών.

Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά … αλλά πηγάδια.
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ’ άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους …
Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.
Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του …
Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του …
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει …
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα …
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι».
Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα», απαντούσε το Περιβόλι.
«Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα».
Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν.
Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…
Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…
Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;» , το ρωτούσαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε.
«Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω».
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…

Βροχή των Περσείδων», το πιο γνωστό ουράνιο φαινόμενο... Χάνονται όταν πέφτουν βροχή παίρνοντας μαζί τους μύριες κρυφές ευχές.....Κάθε φορά που μια Αγάπη προδίδεται πάνω στη Γη ,πέφτουν στην θάλασσα βροχή , γι αυτό η θάλασσα ποτέ της δεν αδειάζει και δεν ξαρμυρίζει από τα δάκρυά της...

Το τρένο έκανε μια στάση στη μεταμεσονύκτια διαδρομή του.
Κοίταξε απ'το παράθυρο.Το φως το τεχνητό έλουζε την πλατφόρμα κι έσκιαζε το φως των αστεριών. Δεν έψαξε για φεγγάρι.Ανθρώπους γύρεψε η ματιά της.. Λιγοστοί οι ταξιδιώτες που περίμεναν να επιβ
ιβαστούν.Τον είδε εκεί ,χωρίς αποσκευές,σαν να μην περίμενε τίποτα.Ούτε τρένο. Σε μια στιγμή,του χρόνου αναπνοή, κοιτάχτηκαν μέσα απ'το τζάμι.Της χαμογέλασε ! Του το ανταπέδωσε φευγαλέα με απορία,σηκώνοντας το φρύδι,λες και του έκανε σινιάλο η απρόσεκτη,ν'ανέβει. Μ΄ένα σάλτο εφήβου αυτός,ανέβηκε. Η θέση απέναντι της ήταν άδεια. Την κατέλαβε. Εκείνη σάστισε.Της έπεσε το σημειωματάριο που κρατούσε απ'τα χέρια. Την πρόλαβε, έσκυψε,το πήρε και σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα στο κόσμο άρχισε να διαβάζει την πρώτη σελίδα. Εκείνη σώπασε . Κακός οιωνός η σιωπή σκέφτηκε ....Έφερε το δεξί της χέρι στο στήθος ενστικτωδώς να κουμπωθεί.Αλλά κουμπιά δεν είχε . Την καρδιά της άκουσε να κτυπά. «Σκάσε ,της είπε από μέσα της ,μη κάνεις θόρυβο δεν είμαστε μόνες» Εκείνος Διάβασε την πρώτη σελίδα ,δεν προχώρησε στην επόμενη.. «Διακριτικός» σκέφτηκε εκείνη, ή αδιάφορος;Εκείνος Χαμογελούσε άνετα. Την κοίταζε θαρρετά, σχεδόν από θέση ισχύος. Άρχισαν να συζητούν ανάλαφρα έτσι χωρίς θέμα.. Εκείνος άλλαζε κουβέντα σαν τα πουλιά που αλλάζουν μελωδία στη φωνή τους χωρίς μαέστρο . Αλφάδι η ματιά του , δεν κατέβαζε τα μάτια από πάνω της χωρίς όμως να την προσέχει ... 
ΔΥΟ άγνωστοι -ξένοι -μόνοι σ'ένα τρένο μέσα στην νύχτα.
Έμεινε εκεί ξάγρυπνη να τον ακούει να της μιλά για τ'αστέρια,το φεγγάρι,τους θεούς..Τον άκουγε μαγεμένη.Με μικρές σύντομες παρεμβάσεις της,προσπαθούσε να τον φέρει στην πραγματικότητα του ταξιδιού,να μη χάσουν του τρένου την ορισμένη διαδρομή που δεν θα άλλαζε ,έτσι κι αλλιώς για χάρη τους το επόμενο πρωί, ακόμη κι αν το ζητούσαν από τον τραμβαγιέρη ή από τον Θεό !! 
Δεν απαντούσε στις παρεμβάσεις της. Τις παρέκαμπτε . . Έδειχνε επιμελώς να μη την ακούει.. Ξαφνικά με μια κίνηση απαλή της πήρε το χέρι στις δυο του χούφτες. ---Έλα, της είπε, να μετρήσουμε τ'αστέρια στον ουρανό. Τον ακολούθησε χωρίς καμιά αντίρρηση. Στάθηκαν όρθιοι πλάι-πλάι στο παράθυρο του τρένου. Εκείνος επιδέξια πέρασε το αριστερό του χέρι στο δεξί της κι οι καρποί τους σμίξανε στο σημείο όπου ο σφυγμός μετράει τους παλμούς της καρδιάς.Ακολούθησε δυσανάγνωστη σιωπή.... Την διέκοψε πρώτος εκείνος. 
Κοίτα της είπε ένα αστέρι πέφτει, κάνε μιαν ευχή ! 
Τον ρώτησε 
Αλήθεια τι είναι τα "πεφταστέρια;"
----Είναι διάττοντες αστέρες που πλημμυρίζουν τις αστροβραδιές τ'Αυγούστου. .Πρόκειται για την ετήσια «επίσκεψη» μιας ροής σωματιδίων που σχηματίζουν τη «Βροχή των Περσείδων», το πιο γνωστό ουράνιο φαινόμενο, καθώς είναι ορατό από όλους, Χάνονται όταν πέφτουν βροχή παίρνοντας μαζί τους μύριες κρυφές ευχές.
------Και που πάνε όταν πέφτουν;
Α,!!!!γέλασε εκείνος δυνατά και το γέλιο του κάλυψε τον χτύπο που έκανε ο αλλόκοτος παλμός της καρδιάς τους που δεν κατάφερε να συγχρονίσει το βήμα του στον ίδιο σφυγμό .......
-----Κάθε φορά που μια Αγάπη προδίδεται πάνω στη Γη ,πέφτουν στην θάλασσα βροχή , γι αυτό η θάλασσα ποτέ της δεν αδειάζει και δεν ξαρμυρίζει από τα δάκρυά της. 
Εκείνη δεν γέλασε .Έλυσαν τα χέρια τους... και ρώτησε. 
« Σε ποια στάση θα κατέβεις» ? 
«Στην επόμενη.!» Α! έκανε δήθεν αδιάφορη και μονολόγησε:
.....Εγώ θα κατέβω τέρμα ....
Η επόμενη στάση δεν άργησε .Ανάλαφρος, χαρούμενος,γελαστός άνετος ξεκούραστος σαν να μη είχε ζήσει την αγρύπνια της Νύχτας τους, σηκώθηκε από το κάθι
σμά του. Της πήρε το σημειωματάριο από τα χέρια και εκεί στα όρθια έγραψε βιαστικά: 
« Αντίο, θα σε θυμάμαι πάντα» 
Με μια δρασκελιά,την ίδια που ανέβηκε,κατέβηκε απ'το τρένο.
Είχε ξημερώσει. Η επέλαση της Αυγής απομάκρυνε ακόμη μια νύχτα απ τη ζωή της.
Το τρένο συνεχίζει το ταξίδι να φτάσει................ στο τέρμα ... .

..μια ακομα νυχτα διχως λογικη...

....μια ακομα νυχτα διχως λογικη...ενα ακομα συναισθημα στο κενο...ο ενας ξοδεψε αλογιστα τα λογια του κι ο αλλος τις σιωπες του...που να συναντηθουν αυτα τα δυο...;πως να ενωθουν...;σε ποια σημαδια να ταιριαξουν...; ονειρα που δεν τολμησαν να πραγματοποιηθουν μη τυχει και μου ταραξουν την πραγματικοτητα...πορτες ερμητικα κλειστες και τα κλειδια απο χρονια χαμενα...υποσχεσεις που αθετηθηκαν σε ενα βολεμενο και παντα προσωρινο μονιμο παρον...χιλια γραμματα που δεν βρηκαν ποτε τον παραληπτη που αλλαζε συνεχως διευθυνση...
σσσςςς...
φευγω...
σσσςςς...
σιγα σιγα μην ταραξω την καρδια σου...
σσσςςς...
ουτε που θα το καταλαβεις εχεις τον λογο μου...
σσσςςς...
κοιμησου...
ενα ονειρο ηταν ολα...
και αυριο σαν ανοιξεις τα ματια δεν θα το θυμασαι πια...
κι αν καποτε περασεις απο μερη που θα σου θυμισουν κατι...
ρωτα που ειναι θαμενη η αγαπη...
και ασε ενα λευκο λουλουδι...
σε ενα καλοκαιρι...
σε μια νυχτα...
σε μια πλατεια...
σε μια παραλια...
σ'ενα σ'αγαπω...
σαν φορο τιμης σε κατι που χαθηκε...
η' καποιος το σκοτωσε...
ποια η διαφορα αλλωστε........

Αργύρης Χιόνης “Το οριζόντιο ύψος”

Μια φορά και έναν καιρό, πλάι σε ένα πανύψηλο υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι’ αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις μύτες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτή τη γυμναστική, για μέρες μετά την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.
Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: “Δεν γνωρίζετε τι χάνετε αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμα πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια”.
Η αγριάδα αν και δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν από τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τα ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμα πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγανε ρούμπα. Βέβαια όταν ξύπναγε το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντας την να μην βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.
Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι και αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν τα επτακόσια), που ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του κρύβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστο της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που -πως να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου.
Μετά απ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλίως ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και που έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δεν χόρευε εκεί τη ρούμπα.
Ήτανε, βέβαια, ακόμα νεαρά και εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές τις ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νίωθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δύο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κεί, μεσ’ απ’ το χώμα να προβάλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.
“Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!” ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε “καλωσόρισες, γειτόνισσα”, άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλοσωρίζει δηλαδή με την φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δύο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν.Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.
Λόγια πολλά για να μην λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ’ την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η αγριάδα είχε ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα τη καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο το κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως τη κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν, πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.
Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ’ αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, εώς το Ακαλακούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.
........................................................................................
Αργύρης Χιόνης “Το οριζόντιο ύψος”

Αγαπημένες Σκέψεις

...