Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Σάρλοτ Μπροντέ, Τζέην Έυρ



..Όπου η Τζέην Έυρ συναντά μια γηραιά κυρία άξια περιέργειας κι όπου ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια ακόμα πιο περίεργη στιχομυθία...


...Η βιβλιοθήκη ήταν εντελώς ήσυχη όταν μπήκα. Η Σίβυλλα —αs πούμε ότι ήταν Σίβυλλα — καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα στο παραγώνι. Φορούσε ένα κόκκινο πανωφόρι και ένα μαύρο μποννέ ή, μάλλον, ένα πλατύγυρο τσιγγάνικο καπέλο, δεμένο κάτω από το πηγούνι της μ' ένα ριγωτό μαντήλι. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα σβησμένο κερί. Αυτή ήταν σκυμμένη πάνω από τη φωτιά και διάβαζε κάτι από ένα μικρό μαύρο βιβλίο, σαν προσευχητάριο, στο φως της φλόγας. Πρόφερε χαμηλόφωνα τα λόγια της, όπως κάνουν συνήθως οι ηλικιωμένες γυναίκες όταν διαβάζουν. Δεν σταμάτησε αμέσως μόλις μπήκα. Φαίνεται πως ήθελε να τελειώσει την παράγραφο.

Πλησίασα στο τζάκι και ζέστανα τα χέρια μου που ήταν κρύα, αφού στο σαλόνι καθόμουνα μακριά από τη φωτιά. Ένιωθα ήρεμη, πολύ ήρεμη, όσο πιο ήρεμη θυμάμαι να έχω νιώσει ποτέ μου.

Στην εμφάνιση της τσιγγάνας δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να σε ταράξει. Έκλεισε το βιβλίο της και σήκωσε αργά το βλέμμα της. Ο γύρος του καπέλου της σκίαζε εν μέρει το πρόσωπό της. Ωστόσο, όπως το σήκωνε, πρόσεξα ότι ήταν ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Μου φάνηκε σκοτεινό και μαυριδερό. Ανάκατα τσουλούφια ξεπηδούσαν μέσα από ένα άσπρο κολλάρο που έκανε το γύρο του πηγουνιού της και ανέβαινε μέχρι τα μάγουλα ή, καλύτερα, τα σαγόνια της. Το μάτι της στράφηκε αμέσως πάνω μου, μ' ένα τολμηρό και ευθύ βλέμμα.

— Λοιπόν, ήρθες κι εσύ να μάθεις τη μοίρα σου; είπε, με μια φωνή αποφασιστική όσο και το βλέμμα της, τραχιά όσο και τα χαρακτηριστικά της.

— Δεν μ' απασχολεί καθόλου, κυρά. Κάνε όπως αγαπάς. Αλλά εγώ οφείλω να σε προειδοποιήσω ότι δεν έχω πίστη.

— Είσαι και αναιδής, τέτοια λόγια που λες! Το περίμενα όμως. Τ' άκουσα στο βήμα σου όπως διάβαινες το κατώφλι.

— Αλήθεια; Έχεις αυτί που κόβει τότε.

— Βέβαια· και μάτι που κόβει και μυαλό που κόβει.

— Θα τα χρειάζεσαι και τα τρία στη δουλειά σου.

— Πράγματι. Ιδίως όταν έχω να κάνω με πελάτες σαν και του λόγου σου. Γιατί δεν τρέμεις;

— Δεν κρυώνω.

— Γιατί δεν είσαι χλομή;

— Δεν είμαι άρρωστη.

— Γιατί δεν συμβουλεύεσαι την τέχνη μου;

— Δεν είμαι ανόητη.

Η μπαμπόγρια "έμπηξε" ένα γέλιο κάτω από το μποννέ και το μαντήλι της, ύστερα έβγαλε μια κοντή μαύρη πίπα, την άναψε κι άρχισε να καπνίζει. Αφού απόλαυσε λίγο αυτό το καταπραϋντικό, ανασήκωσε το κυρτό κορμί της, έβγαλε την πίπα από τα χείλια της και, κοιτώντας επίμονα τη φωτιά, είπε με πολύ αργή και σταθερή φωνή.

— Και κρυώνεις και άρρωστη είσαι και ανόητη είσαι.

— Απόδειξέ το, αποκρίθηκα εγώ.

— Θα το κάνω· και σύντομα.

Κρυώνεις επειδή είσαι ολομόναχη. Τίποτα δεν υπάρχει ν' ανάψει τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα σου.

Είσαι άρρωστη επειδή το καλύτερο από τα συναισθήματα, το ευγενικότερο και γλυκύτερο συναίσθημα που έχει ο άνθρωπος, κρατιέται μακριά σου.

Είσαι ανόητη επειδή, όσο κι αν τραβήξει το μαρτύριό σου, εσύ δεν πρόκειται να του γνέψεις να πλησιάσει, ή να κάνεις ένα βήμα για να το συναντήσεις εκεί όπου σε περιμένει αυτό....


Σάρλοτ Μπροντέ, Τζέην Έυρ, σελ. 258-259, μτφρ. Δ. Κίκιζας, εκδ. Σμίλη, 1997.


Σαίξπηρ, Πολύ Κακό για το Τίποτα



Οι άνθρωποι
μπορούν να δώσουν συμβουλή και παρηγόρια
στον πόνο που δεν νιώθουν οι ίδιοι.
 Μα αν τον δοκιμάσουν
γίνεται πάθος η σοφία τους, που πριν τη λύσσα
τη γιάτρευε με συμβουλές, την τρέλα
την έδενε με μια κλωστή μεταξωτή,
μ' αέρα ξόρκιζε τον πόνο και με λόγια
την αγωνία. Όχι, όλοι τό' χουν υποχρέωση
να λένε υπομονή σ' εκείνους που σπαράζουν
κάτω απ' της λύπης τους το βάρος, μα κανείς
δεν έχει αυτήν την καρτερία και τη δύναμη
να συγκρατιέται όταν τραβάει ο ίδιος τέτοια.

Άσε λοιπόν τις συμβουλές· οι πόνοι μου
φωνάζουν δυνατότερα από ορμήνιες. 


Σαίξπηρ, Πολύ Κακό για το Τίποτα, Ε' Πράξη, Σκηνή 1η. 
Μτφρ. Β. Ρώτας.

Για να τολμήσεις τη ζωή, πρέπει να τολμήσεις στην αγάπη.




Και αν το τολμήσεις, θαρρείς πως θα χάσεις τόσα πολλά; Ναι, αλλά αν δεν το τολμήσεις, με πόσα λίγα θα μείνεις, έχεις συλλογιστεί; Το ζύγιασες σωστά;
Από τη μια θα έχεις την ασφάλεια, από την άλλη τη ζωή. Αυτό λέει το ζύγι.
Αλλά για να τολμήσεις τη ζωή, πρέπει να τολμήσεις στην αγάπη. Αυτό λέει το βίωμα.

Ο ένας... όλα τα καταδικάζει.. η άλλη... όλα τα συχωρνάει!



Δε θέλω..
να βάλω κριτή το νου μου...δεν του ´χω εμπιστοσύνη..
μήτε και την καρδιά μου... δεν της έχω κι αυτηνής εμπιστοσύνη..

Ο ένας... όλα τα καταδικάζει..
η άλλη... όλα τα συχωρνάει!!

Που να βρω άκρα;

Ν.Καζαντζάκης

Αγάπη είναι..




Αγάπη είναι... να τεντώσεις το χέρι σου σ’ έναν άλλο άνθρωπο, αυτό είναι το παν. ..
Η κίνηση και μόνο, που πιάνεις τα δάχτυλα ενός ανθρώπου κι εκεί που πας να τον σώσεις, αντί γι’ αυτόν, σώζεσαι εσύ...

...Μαργαρίτα Καραπάνου..

«Αγαπάω» Καββαδιας 1929



Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα

Ο,τι είναι εξαιρετικά περίπλοκο το ερωτεύεσαι.




Το δύσκολο, προσελκύει
Το αδύνατο αποπλανεί,
Αυτό που σε φοβίζει, είναι πολύπλοκο.
Και ό,τι είναι εξαιρετικά περίπλοκο το ερωτεύεσαι.

...Paulo Coelho...

Ποτέ δεν πρέπει ν' αφήνουμε κάτι μισό...




Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ

Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
Που το μισόφαγε
Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδάει
Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
Και να γλείφει τη μουσούδα του
Και το χωριό ετοιμάζει στο πουλί
Κηδεία επίσημη
Κι ο γάτος που είναι καλεσμένος
Προχωρεί πίσω από το μικρό αχυρένιο φέρετρο
Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πουλί
Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
Το κορίτσι αυτό δε σταματά να κλαίει
Αν ήξερα πως σου 'κανα τόσο κακό
Λέει ο γάτος στο κορίτσι
Θα το είχα φάει ολόκληρο
Κι ύστερα θα 'λεγα
Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
Μέχρι τα πέρατα της γης
Κάτω εκεί τόσο μακριά
Απ' όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.

Ποτέ δεν πρέπει ν' αφήνουμε κάτι μισό...

...Jacques Prévert..

Αγαπημένες Σκέψεις

...