Θυμάσαι που ' σού ' λέγα
΄Οταν σφρυρίζουν τα πλοία μήν είσαι στο λιμάνι
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας
και δέν θα θέλαμε ποτέ να τήν αφήσουμε.
΄Ενα μαντήλι πικρό να χαιρετά τήν ανία τού
γυρισμού .
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οί
δρόμοι.
Μέ μιά λεπτήν ακαθόριστη φθινοπωριάτικη γεύση.
Κλεισμένα παράθυρα κι οί άνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μάς άφησαν όλοι ; Γιατί μάς άφησαν όλοι:
Κι έσφιγγα τά χέρια σου . Δέν είχε τίποτα τ΄
αλλόκοτο ή κραυγή μου .
Θά φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε , μέσ στίς πολύβοες πολιτείες καί στίς
έρημες θάλασσες , με μιάν επιθυμία φλογισμένη
στά χείλια μας.
Είν ' ή αγάπη πού γυρέψαμε καί μάς τήν
αρνήθηκαν.
Ξεχνούσες τά δάκρυα , τη χαρά καί τη μνήμη
μάς , χαιρετώντας λευκά πανιά π΄ ανεμίζονται.
΄Ισως δέ μένει τίποτ ' άλλο παρα αυτό να
θυμόμαστε.
Μές στήν ψυχή μου σκιρτά τό εναγώνιο Γιατί.
Ρουφώ τόν αγέρα τής μοναξιάς και τής εγκατάλειψης.
Χτυπώ τούς τοίχους τής υγρής φυλακής μου
καί δέν προσμένω απάντηση.
Κανείς δε θ ' αγγίξει τήν έκταση τής στοργής
και τής θλίψης μου .
Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δέν
έρχεται.
Μιά μακρινή φωνή γυρνά στή μνήμη σου καί
σβήνει. Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός
τή μορφή σού .
Τή χαμένη μας άγνοια , τά χαμένα φτερά.
.......................... .......................... .......................... ................
από τη συλλογή - " Πέντε μικρά θέματα " Μανόλης Αναγνωστάκης
΄Οταν σφρυρίζουν τα πλοία μήν είσαι στο λιμάνι
Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας
και δέν θα θέλαμε ποτέ να τήν αφήσουμε.
΄Ενα μαντήλι πικρό να χαιρετά τήν ανία τού
γυρισμού .
Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οί
δρόμοι.
Μέ μιά λεπτήν ακαθόριστη φθινοπωριάτικη γεύση.
Κλεισμένα παράθυρα κι οί άνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μάς άφησαν όλοι ; Γιατί μάς άφησαν όλοι:
Κι έσφιγγα τά χέρια σου . Δέν είχε τίποτα τ΄
αλλόκοτο ή κραυγή μου .
Θά φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε , μέσ στίς πολύβοες πολιτείες καί στίς
έρημες θάλασσες , με μιάν επιθυμία φλογισμένη
στά χείλια μας.
Είν ' ή αγάπη πού γυρέψαμε καί μάς τήν
αρνήθηκαν.
Ξεχνούσες τά δάκρυα , τη χαρά καί τη μνήμη
μάς , χαιρετώντας λευκά πανιά π΄ ανεμίζονται.
΄Ισως δέ μένει τίποτ ' άλλο παρα αυτό να
θυμόμαστε.
Μές στήν ψυχή μου σκιρτά τό εναγώνιο Γιατί.
Ρουφώ τόν αγέρα τής μοναξιάς και τής εγκατάλειψης.
Χτυπώ τούς τοίχους τής υγρής φυλακής μου
καί δέν προσμένω απάντηση.
Κανείς δε θ ' αγγίξει τήν έκταση τής στοργής
και τής θλίψης μου .
Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δέν
έρχεται.
Μιά μακρινή φωνή γυρνά στή μνήμη σου καί
σβήνει. Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός
τή μορφή σού .
Τή χαμένη μας άγνοια , τά χαμένα φτερά.
..........................
από τη συλλογή - " Πέντε μικρά θέματα " Μανόλης Αναγνωστάκης