Γιάννης Ρίτσος, «Επιτάφιος» (απόσπασμα)
- Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
- Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;…
- Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
- Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε, ψηλώνει ο ήλιος, έλα
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
- Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
ναρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
- Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; Πού πήγε; Πού μ’ αφήνει;
χωρίς πουλάκι στο κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
- Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θα ‘στελνες τον Άγγελο από πέρα.
- Τώρα τα μάτια σου έκλεισαν και γω κλείστηκα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να σταθώ και δρόμο πια να τρέξω.
- Γιε μου, αν πονάς την ορφανή που στέκει έξω από τη θύρα
άνοιξε τα ματάκια σου και μια στιγμούλα τήρα
- Αχ, γιε μου, γιε μου, γιόκα μου, δε δύναμαι άλλο η έρμη
χτυπούν, χτυπούν τα δόντια μου σα να με πιάνει θέρμη
- Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
- Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε….
(Γιάννης Ρίτσος)
- Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;…
- Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
- Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε, ψηλώνει ο ήλιος, έλα
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
- Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
ναρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
- Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; Πού πήγε; Πού μ’ αφήνει;
χωρίς πουλάκι στο κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
- Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θα ‘στελνες τον Άγγελο από πέρα.
- Τώρα τα μάτια σου έκλεισαν και γω κλείστηκα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να σταθώ και δρόμο πια να τρέξω.
- Γιε μου, αν πονάς την ορφανή που στέκει έξω από τη θύρα
άνοιξε τα ματάκια σου και μια στιγμούλα τήρα
- Αχ, γιε μου, γιε μου, γιόκα μου, δε δύναμαι άλλο η έρμη
χτυπούν, χτυπούν τα δόντια μου σα να με πιάνει θέρμη
- Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
- Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε….
(Γιάννης Ρίτσος)