Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Θωμάς Γκόρπας, «ΠΙΚΡΗ ΕΠΟΧΗ»

Θωμάς Γκόρπας, «ΠΙΚΡΗ ΕΠΟΧΗ»
«Σαν ήμαστε μικρά παιδιά
δεν πρόφτασαν να μας κρατήσουν οι γονείς μας απ’ το χέρι
και να μας πάνε πουθενά
ήτανε κιόλας σκοτωμένοι άρρωστοι ή χαμένοι.
Τότε αντί για καλημέρα λέγαμε
έως πότε έως πότε έως πότε
αντί για καληνύχτα σιωπούσαμε
σχεδιάζοντας μες στην αμφιβολία της νύχτας
παιγνίδια και χαρές στο νέο καιρό της λευτεριάς.
Τότε το ωραίο κορίτσι μας το λέγαμε Γιολάντα.
Η Γιολάντα
μας πότιζε πίκρα και μίσος
έτσι καθώς καμάρωνε τ’ απόγευμα απ’ το παράθυρό της
ντυμένη του προσώπου της το φως και το γαλάζιο φόρεμά της
χωρίς πληγές χωρίς καημό και αίματα
ξεχειλισμένη αληθινό φαΐ και τη γλυκιά ομορφιά της.
Τη βλέπαμε για μια στιγμή μέσα στα μάτια κ’ έλαμπε
ύστερα βλέπαμε το δρόμο που έλαμπε πάντα και μας καλούσε
για τις ουρές της διανομής και τη σκληρή μαυραγορά
που ήτανε θέα απροσπέλαστη σαν έτοιμο μαχαίρι.
Θυμούμαστε πως στον κόρφο μας
φώλιαζε ένα πουλί
μας εκρατούσε από το χέρι η περηφάνια
μας εκρατούσε από το χέρι η οργή
και προχωρούσαμε
16
με τ’ όραμα μισού πέδιλου από λάστιχο αυτοκίνητου
με τ’ όραμα μισού σπυριού μπομπότας.
Δε μας εγύρισε πίσω ποτέ η βροχή
κι ο άνεμος που μας σώριαζε στο δρόμο.
Τα ξεσχισμένα πόδια μας δε χάθηκαν στη λάσπη
φυλάξαμε τα μάτια μας να μην τα σβήσει η καταχνιά
τα ξυλιασμένα χέρια μας κρατούσαν την καρδιά μας
μην τη σκοτώσει η ανημποριά μην την κερδίσει η πίκρα.
Κι όταν πούλαγε η μάνα μας τα ρούχα της και τα χρυσαφικά της
για ένα κινίνο ή δυο κλωνιά σταφίδα
εμείς μαθαίναμε να περιμένουμε τη λευτεριά.
Δεν κλάψαμε ποτέ.»
(Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα, Κέδρος)

Αγαπημένες Σκέψεις

...