Ο Μύθος του Σίσυφου ήταν ανέκαθεν συμπαθής. Το μαρτύριο του εν γένη πάσχοντος ανθρώπου. Η ματαιότητά του. Κι ακόμη πιο πέρα. Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας. Η προσπάθεια που είναι καταδικασμένη από την γέννησή της. Ο βράχος που έτσι κι αλλιώς θα κυλήσει πίσω.
Αναρωτιόμαστε μερικές φορές γιατί ο ευρηματικός και πολυμήχανος Σίσυφος δεν έμενε άπραγος. Δεν άφηνε το βράχο του ακίνητο. Μετά συνειδητοποιούμε πόσο κουραστικά ανώφελο και πληκτικό θα ήταν κι αυτό. Και έπειτα τόσοι και τόσοι Σίσυφοι θα ‘πρεπε να παραδειγματιστούν. Να κυλούν αδιαμαρτύρητα τους δικούς τους βράχους. Να τους στεριώνουν με υπομονή και κόπο. Να υπομένουν καρτερικά το μαρτύριο της αποτυχίας. Να παρακολουθούν στωικά τον βράχο να επιστρέφει στην Κοιλάδα των Θεών. Και να μένουν πιστοί και ακούραστοι εργάτες, ταγμένοι στο κυκλικό και επαναλαμβανόμενο βασανιστήριο που τους δόθηκε, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Και όσο πιο πολύ το συνειδητοποιούν αυτό το τελευταίο, τόσο πιο πολύ δένονται με τον βράχο τους. Φτιαγμένοι από το ίδιο ανθεκτικό υλικό που στέκει ανέπαφο σε αιώνες και ματαιότητες.
Η Ελληνική Μυθολογία προσφέρει πληθώρα διδακτικών και όμορφων μύθων. Κανένα όμως δεν είναι τόσο γοητευτικός όσο αυτόν του Σίσυφου.
Ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που έγινε κατόπιν γνωστή ως Κόρινθος. Η περιπέτεια του Σίσυφου άρχισε όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, κόρη του ποταμού-θεούΑσωπού. Όταν ο πατέρας του κοριτσιού πήγε στην Κόρινθο αναζητώντας την κόρη του, συμφώνησε με τον Σίσυφο, που γνώριζε πολύ καλά τι είχε συμβεί, ότι, αν του έδινε πληροφορίες, εκείνος θα έκανε να αναβλύσει στην ακρόπολη της Κορίνθου μια αστείρευτη πηγή. Έτσι, ο Σίσυφος είπε όλα όσα γνώριζε στον Ασωπό κι εκείνος καταδίωξε άγρια τον πατέρα των θεών για να πάρει εκδίκηση. Όταν τελικά ο Δίας κατάφερε να γλιτώσει από την οργή του, πρόσταξε τον Άδη να πάρει στα Τάρταρα τον Σίσυφο και να του επιβάλει αιώνια τιμωρία. Όμως ο Σίσυφος με πονηριά κατόρθωσε να αλυσοδέσει τον ίδιο τον Άδη και να τον φυλακίσει. Για όσο διάστημα ο Άδης βρισκόταν φυλακισμένος, κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο περίεργη, που ακόμη και φρικτά σακατεμένοι άνθρωποι και ζώα περιφέρονταν παντού σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τότε, ο Άρης, ο θεός του πολέμου, αποφάσισε να δώσει ένα τέρμα. Πήγε στο παλάτι του Σίσυφου κι αφού απελευθέρωσε τον Άδη, του παρέδωσε τον Κορίνθιο βασιλιά.
Ο Σίσυφος όμως δεν είχε πει ακόμη τον τελευταίο του λόγο. Προτού κατεβεί στα Τάρταρα, είχε δώσει εντολή στη σύζυγο του Μερόπη να μη θάψει το σώμα του. Έτσι, μόλις έφτασε στον Κάτω Κόσμο, αξίωσε πως, αφού ήταν άταφος, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Με αυτό τον τρόπο εξαπάτησε την Περσεφόνη,τη γυναίκα του Άδη, που του έδωσε άδεια να επιστρέψει στη γη για τρεις ημέρες, ώστε να κανονίσει να ταφεί το σώμα του. Βέβαια, ο Σίσυφος δε σκόπευε να τηρήσει τη συμφωνία. Στο ομότιτλο έργο του ο Καμύ αναφέρει:
“ Αλλά όταν ο Σίσυφος αντίκρισε πάλι το πρόσωπο του πάνω κόσμου, όταν απόλαυσε το νερό και τον ήλιο, τις πέτρες και τη θάλασσα, δεν θέλησε πλέον να επιστρέψει στο σατανικό σκοτάδι.Οι κλήσεις του Άδη, σημάδια του θυμού του για την συμφωνία που δεν τηρήθηκε, και οι προειδοποιήσεις του προς τον Σίσυφο ήταν ανώφελες. Για καιρό εκείνος επέμενε να ζει απολαμβάνοντας την εικόνα της λαμπυρίζουσας θάλασσας και τα χαμόγελα της γης. Ένα διάταγμα των Θεών ήταν απαραίτητο. Ο Ερμής, λοιπόν, ήρθε και άρπαξε το αναιδές άτομο από το λαιμό στερώντας του τις επίγειες χαρές του και τον οδήγησε βίαια πίσω στον Κάτω κόσμο, όπου ο βράχος του- η αιώνια τιμωρία του- τον περίμενε”.
Και ο Καμύ στο “Μύθο του Σισύφου” συνεχίζει: “Οι Θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλά ασταμάτητα έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού, από όπου όμως αυτή η τεράστια πέτρα, διαρκώς κατρακυλά στη βάση της, λίγο πριν φτάσει στην κορυφή. Είχαν σκεφτεί για κάποιο λόγο ότι δεν υπάρχει πλέον φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και μάταιη εργασία. Ήδη έχετε καταλάβει ότι ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Είναι, τόσο μέσω των παθών του όσο και μέσω των βασανιστηρίων του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, η έχθρα του με τον θάνατο και το πάθος του για τη ζωή τον σπρώχνουν σε μία απερίγραπτη ποινική ρήτρα, στην οποία ολόκληρη η ύπαρξη του εξαρτάται και ασκείται να ολοκληρώνει ένα αέναο τίποτα. Αυτό είναι η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τα γήινα και ασυγχώρητα πάθη του”.
Ο Camus υποστηρίζει ότι ο Σίσυφος γεύεται για μια σύντομη στιγμή την ελευθερία. Είναι ακριβώς εκείνη η μοναδική στιγμή, όταν έχει τελειώσει με το σπρώξιμο του βράχου και δεν χρειάζεται ακόμα να ξεκινήσει από την αρχή.
“Είναι –αναφέρει- κατά τη διάρκεια εκείνης της επιστροφής, όταν ο Σίσυφος σταματά για λίγο τον αγώνα του, η στιγμή που με ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που κοπιάζει έτσι κοντά στις πέτρες είναι ήδη ο ίδιος πέτρα! Τον βλέπω που επιστρέφει κάτω με ένα βαρύ και μετρημένο πια βήμα, πλησιάζοντας προς το βασανιστήριο του που και ο ίδιος δεν εννοεί και δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσει. Εκείνη η ώρα που μοιάζει με ανάπαυλα και ανάσα ενώ επιστρέφει βέβαιος πια για την επανάληψη του βασανιστηρίου του είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια από εκείνες τις στιγμές, όταν αφήνει τα ύψη και επιστρέφει στην Κοιλάδα των Θεών, είναι ανώτερος από τη μοίρα του. Είναι ισχυρότερος από το βράχο του. Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, αυτό συμβαίνει επειδή ο ήρωάς του γνωρίζει την ματαιότητα της προσπάθειας. Πόσο διαφορετική τροπή θα είχε αυτό το βασανιστήριο αν σε κάθε βήμα και σε κάθε του προσπάθεια τον συντρόφευε η ελπίδα της επιτυχίας; Ο σύγχρονος εργαζόμενος πορεύεται καθημερινά με τους ίδιους στόχους και η μοίρα του δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά το τραγικό είναι ότι μόνο σε σπάνιες στιγμές αυτό το συνειδητοποιούμε. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκεί η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΙΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗ ΝΙΚΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ”.
Και ο Camus καταλήγει: “Ο βράχος κυλά ακόμη. Αφήνω λοιπόν το Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται τους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν το αδέσποτο στο εξής δεν του φαίνεται ούτε άκαρπο, ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι’ αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει την ανθρώπινη καρδιά. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΣΙΣΥΦΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ…”