Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

(από τη συλλογή Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ του Νάνου Βαλαωρίτη


Σε μια κάμαρα ξενοδοχείου κοιμόταν
Μια όμορφη που δεν θυμόμουν πια
Αν την είχα ξαναδεί στον ύπνο μου
Σε τρένο, πλοίο ή σ’ αυτοκίνητο

Η αναπνοή της ήταν φυσική σαν φυσαρμόνικα
Ήξερα πως αν την ανασήκωνα θ’ ανοίγανε
Τα μάτια της και θα ’βγαινε απ’ το στόμα της
Σαν άχνα ο στεναγμός που κάνουν τα κουκλάκια

Τ’ άστρο που τη φώτιζε ήταν ο Εωσφόρος
Μια λιμουζίνα του Θεού την είχε αφήσει εδώ
Σταλμένη από ψηλά σαν έμμονη ιδέα
Με το γαλάζιο χρώμα του ουρανού στα μάτια της

Με σάρκα από πηλό και φώσφορο
Με γλώσσα από υδράργυρο, συκώτι από χαλκό
Καρδιά χρυσή – στομάχι γυάλινο – φιλί ασημένιο
Κι ο θυρεός του σεξ στα δυο της πόδια ανάμεσα

Ρινίσματα από νίκελ στη βραχνή φωνή
Λόγια αδιάφορα και μυστηριώδη μια κλαγγή από σίδερο
Έμβλημα διακριτικό του φύλου το δέρας το χρυσόμαλλο
Ένας θάμνος φουντωτός σε μια βαθιά χαράδρα

Κείνο που μου ’δωσε ήταν απερίγραπτο
Μια αίσθηση από ρεύμα ηλεκτρικό
Ένα φευγάτο πεταλούδισμα όταν με κοίταζε
Όταν με πέρναγε από το κόσκινο της ηδονής της

Ανάμεσα στα δυο βυζιά της ανακάλυψα
Ένα κουμπί που είχε επάνω τ’ αρχικά της
Ψηφία σε μια γλώσσα πεθαμένη κι άγνωστη
Που τη μιλούσαν οι άγγελοι πριν από τον άνθρωπο

Για να μην μείνει αμφιβολία στον ιστό
Της ομορφιάς που κυματίζει επάνω της
Σαν πυρκαγιά η αγάπη μας ξαπλώθηκε
Μες στο φθαρτό κορμί στοιχείο ακατάλυτο

Μα πώς να καταστρέψω μέσα μου μια σκέψη
Πώς να ξεφύγω απ’ την ανάσα της που μ’ αναπνέει
Πώς να διαρρήξω τον κλοιό της μυρωδιάς της
Πώς να γλιτώσω απ’ τον ήχο της στ’ αυτιά μου

Ένα ένα ξαναπήρα τα χαρακτηριστικά της
Τα νεύρα τα πλευρά τις φλέβες τα έντερά της
Σιγά σιγά την άδειασα ώσπου δεν έμεινε
Παρά μονάχα μια αρχική σταγόνα φως

Ένας λεκές, σκουριά της υγρασίας
Στα φύλλα ενός παλιού βιβλίου
Όταν τα γύριζε σ’ ένα παράθυρο ο αγέρας
Και τα χτύπησε μια αχτίδα του ήλιου.

(από τη συλλογή Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ του Νάνου Βαλαωρίτη – περιέχεται και στη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 (1965-1974, Εκδόσεις Ύψιλον)

Αγαπημένες Σκέψεις

...