“Ο πατέρας του Γ. Σεφέρη”
Η Ιωάννα Τσάτσου, αδελφή του Γ. Σεφέρη, θυμάται τον πατέρα της και τις ιστορίες που έλεγε:
Όταν γύριζε στο σπίτι τρέχαμε απάνω του.
-Σήμερα τι ιστορία θα μας πεις;
Ο Άγγελος κι εγώ φέρναμε τις παντόφλες του. Εκείνος καθόντανε στην πολυθρόνα του, μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο. Σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του πώς θα μας σαγηνέψει.
-Λοιπόν, ο Μεγαλέξαντρος απάνω στο άγριο άλογό του κάλπαζε στην Ασία με το στρατό του και νικούσε, όλο νικούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε μάθαιναν ελληνικά, και μπορούσαν να διαβάσουν τα παραμύθια του Αισώπου που σας διάβαζα προχτές…
Και πάλι άλλη φορά:
-Λοιπόν χιλιάδες μαστόροι και τεχνίτες χτίζανε την Άγια Σοφιά. Κι ο πρωτομάστορας ήταν σοφός. Άγιοι ζωγράφοι ιστορούσαν τις εικόνες. Αμέτρητα τα καντήλια. Τέτοια εκκλησιά πώς να ξαναγίνει; Κι η Παναγιά θρονιάστηκε για πάντα εκεί.
Μα όταν φτάναμε στην άλωση της Πόλης, έξι παιδικά μάτια δακρυσμένα ήταν προσηλωμένα απάνω του:
-Μπορούσε να φύγει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος;
-Μα βέβαια μπορούσε, όμως δεν έφυγε. Ήθελε να σκοτωθεί.
-Μα γιατί να σκοτωθεί; ρωτούσαμε με απελπισία.
-Γιατί αν έφευγε δε θα είχε μαρμαρώσει. Και δε θα περιμέναμε τώρα ν’ αναστηθεί. (…)
Με τα χρόνια η αυταρχικότητα του πατέρα μας καταπίεζε. Προπάντων το Γιώργο. Γιατί από κείνον είχε μεγάλες αξιώσεις. Τον ήθελε τέλειο στο κάθε τι. (…)
Τη μελέτη του Γιώργου την παρακολουθούσε ο ίδιος. Ξενυχτούσε ο ίδιος μαζί του. Τότε ένιωθα τ’ αδέρφι μου να βασανίζεται και λυπόμουνα. Όμως τώρα, με την απόσταση των χρόνων, βλέπω μ’ ευγνωμοσύνη τη προσπάθεια εκείνη.
-Σήμερα τι ιστορία θα μας πεις;
Ο Άγγελος κι εγώ φέρναμε τις παντόφλες του. Εκείνος καθόντανε στην πολυθρόνα του, μ’ ένα μυστηριώδες χαμόγελο. Σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του πώς θα μας σαγηνέψει.
-Λοιπόν, ο Μεγαλέξαντρος απάνω στο άγριο άλογό του κάλπαζε στην Ασία με το στρατό του και νικούσε, όλο νικούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε μάθαιναν ελληνικά, και μπορούσαν να διαβάσουν τα παραμύθια του Αισώπου που σας διάβαζα προχτές…
Και πάλι άλλη φορά:
-Λοιπόν χιλιάδες μαστόροι και τεχνίτες χτίζανε την Άγια Σοφιά. Κι ο πρωτομάστορας ήταν σοφός. Άγιοι ζωγράφοι ιστορούσαν τις εικόνες. Αμέτρητα τα καντήλια. Τέτοια εκκλησιά πώς να ξαναγίνει; Κι η Παναγιά θρονιάστηκε για πάντα εκεί.
Μα όταν φτάναμε στην άλωση της Πόλης, έξι παιδικά μάτια δακρυσμένα ήταν προσηλωμένα απάνω του:
-Μπορούσε να φύγει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος;
-Μα βέβαια μπορούσε, όμως δεν έφυγε. Ήθελε να σκοτωθεί.
-Μα γιατί να σκοτωθεί; ρωτούσαμε με απελπισία.
-Γιατί αν έφευγε δε θα είχε μαρμαρώσει. Και δε θα περιμέναμε τώρα ν’ αναστηθεί. (…)
Με τα χρόνια η αυταρχικότητα του πατέρα μας καταπίεζε. Προπάντων το Γιώργο. Γιατί από κείνον είχε μεγάλες αξιώσεις. Τον ήθελε τέλειο στο κάθε τι. (…)
Τη μελέτη του Γιώργου την παρακολουθούσε ο ίδιος. Ξενυχτούσε ο ίδιος μαζί του. Τότε ένιωθα τ’ αδέρφι μου να βασανίζεται και λυπόμουνα. Όμως τώρα, με την απόσταση των χρόνων, βλέπω μ’ ευγνωμοσύνη τη προσπάθεια εκείνη.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ