Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

«Διάλεξα τη δημιουργία για να ξεφύγω από το έγκλημα. Και να που με σέβονται! Τι ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ…» Αλμπέρ Καμύ

Η παρεξήγηση είναι χωρίς αμφιβολία ένα σκοτεινό έργο. Γράφτηκε το 1943, και εγώ βρισκόμουν σε μια χώρα περικυκλωμένη και υπό κατοχή, μακριά από κάθε τι που αγαπούσα. Φέρει τα χρώματα της εξορίας. Παρόλα αυτά δεν πιστεύω ότι είναι ένα έργο απαισιόδοξο. Η δυστυχία δεν έχει παρά ένα μέσον μόνο να ξεπεράσει τον εαυτό της, κι αυτό είναι η μεταμόρφωση της στο τραγικό. «Το τραγικό, λέει ο Λόρενς, πρέπει να είναι ένα μεγάλο λάκτισμα στη δυστυχία». Η παρεξήγηση επιχειρεί να αναπαράγει εκ νέου, σε έναν σύγχρονο μύθο, το αρχαίο θέμα του μοιραίου. Εναπόκειται στο κοινό να κρίνει αν πέτυχε ο συνδυασμός. Μετά το τέλος του έργου όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψει ότι το έργο υποστηρίζει την υποταγή στο μοιραίο. Αντιθέτως, είναι ένα έργο επαναστατικό, και θα μπορούσε μάλιστα να περιέχει και την ηθική της ειλικρίνειας. Εάν ο άνθρωπος θέλει να αναγνωρίζεται, πρέπει απλά να λέει ποιος είναι. Αν σιωπά ή ψεύδεται πεθαίνει μόνος και το σύμπαν γύρω του βουλιάζει στη δυστυχία. Αν, αντιθέτως, μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας, χωρίς αμφιβολία και πάλι θα πεθάνει, αλλά αφού θα έχει βοηθήσει τους άλλους και τον εαυτό του να ζήσουν.
Albert Camus
μετάφραση: Αγλαΐα Παππά


Ας θυμηθούμε εκείνο το απόκομμα εφημερίδας που ο Μερσώ, στον Ξένο, ανακάλυψε στη φυλακή του: 
«Ανάμεσα στο στρώμα και την τάβλα του κρεβατιού, βρήκα ένα μικρό κομμάτι εφημερίδας, σχεδόν κολλημένο στο ύφασμα, κιτρινισμένο και διάφανο. Η αρχή του άρθρου είχε χαθεί. Αναφερόταν σε ένα ιδιαίτερο γεγονός το οποίο πρέπει να είχε συμβεί στην Τσεχοσλοβακία. Ένας άνδρας έφυγε από ένα χωριό της Τσεχίας για να βρει την τύχη του. Μετά από 25 χρόνια επιστρέφει, πλούσιος, παντρεμένος και με ένα παιδί. Η μητέρα του και η αδελφή του συντηρούσαν ένα πανδοχείο στο πατρικό χωριό του. Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε τη γυναίκα του και το παιδί του σε κάποιο άλλο κατάλυμα, και πήγε στη μητέρα του , η οποία δεν τον αναγνώρισε, Συνεχίζοντας το αστείο, είχε την ιδέα να κλείσει ένα δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματα του. Τη νύχτα, η μητέρα του και η αδελφή του τον δολοφόνησαν, χτυπώντας τον με ένα σφυρί, τον λήστεψαν, και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Το επόμενο πρωί, η γυναίκα του τυχαία αποκαλύπτει την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε, η κόρη έπεσε στο πηγάδι. Διάβασα αυτή την ιστορία χιλιάδες φορές. Από τη μια μου φαινόταν απίστευτη, από την άλλη εντελώς φυσιολογική. Από κάθε άποψη μου φαινόταν ότι του άξιζε ένα τέτοιο τέλος και ότι στη ζωή δεν πρέπει να παίζουμε ποτέ.»
Αυτή είναι η ιστορία* της Παρεξήγησης, με τη διαφορά ότι ο Γιαν επιστρέφει χωρίς παιδί, και αντί για σφυρί τον κοιμίζουν πριν τον πνίξουν στο ποτάμι. Ο Καμύ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τόσο το δράμα της ορφάνιας όσο και ένα γκραν γκινιόλ φόνο.
[…]
*Μύθος που υπάρχει από τον Μεσαίωνα.
Roger Quilliot στο Albert Camus, Théâtre, récits,
nouvelles, Bibliothèque de la Pléiade, εκδόσεις Gallimard, 1962
μετάφραση: Αγλαΐα Παππά

Η παρεξήγηση
Αλμπέρ καμύ