Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας Βασιλιάς έβαλε ένα μεγάλο βράχο στην μέση ενός κεντρικού δρόμου. Μετά κρύφτηκε και παρακολουθούσε να δει αν κάποιος από τους περαστικούς θα μετακινούσε τον βράχο. Πέρασαν αρκετοί από τους πιο πλούσιους εμπόρους και πολλοί από τους ευγενείς του βασιλείου, αλλά όλοι τους παρέκαμπταν τον βράχο χωρίς κανείς τους να τον μετακινήσει.
Τότε πέρασε κι ένας χωρικός που μετέφερε λαχανικά. Μόλις έφτασε στον βράχο, ο χωρικός άφησε κάτω το φορτίο του και προσπάθησε να μετακινήσει τον βράχο στην άκρη του δρόμου. Μετά από πολύ προσπάθεια, τα κατάφερε.
Ο χωρικός επιστρέφοντας προς το φορτίο του με τα λαχανικά, παρατήρησε ένα πουγκί να βρίσκεται στον δρόμο, εκεί που ήταν ο βράχος. Το πουγκί είχε πολλά χρυσά νομίσματα και μια επιστολή από τον Βασιλιά που έλεγε ότι ο χρυσός αυτός ήταν για τον άνθρωπο που θα απομάκρυνε τον βράχο από τον δρόμο.
Ο χωρικός έτσι έμαθε κάτι που οι περισσότεροι από μας δεν μαθαίνουμε ποτέ: «Κάθε εμπόδιο είναι μια ευκαιρία να καλυτερέψουμε τις συνθήκες της ζωής μας».