Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τα παραμύθια της νύχτας, γίνανε τα όνειρα του πρωινού ......



Ένα παραμύθι όμως διαφορετικό απ' όσα είχε ακούσει μέχρι εκείνη την ημέρα.

Μιλούσε για τον έρωτα και τον πόνο του,

για την αγάπη και τα μυστικά της,

για την μοναξιά και την απελπισία που γεννά.






Σαν τέλειωσε, σήκωσε τα μάτια και τον ρώτησε. Κείνος, απροετοίμαστος .. απάντησε .

Την κοίταξε λοξά .. ανταριάστηκε ..

Κείνη άρχισε να διαβάζει ένα καινούριο παραμύθι.

Κείνος έβγαλε φωτιά ...

Κείνη συνέχισε ατάραχη, σταματώντας μονάχα για να τον ρωτήσει.. κείνος απαντούσε ..

Έτσι πέρασαν το βράδυ.





Το ξημέρωμα στο κάστρο του , ένιωσε πως κάτι καινούριο είχε μπει στην ζωή του,

που δεν το γνώριζε .. δεν ήξερε πώς να το χειριστεί.

Τα παραμύθια της νύχτας, γίνανε τα όνειρα του πρωινού

κι αυτός μπερδεμένος ... αναποφάσιστος



Κάθε βράδυ έλεγε πως δεν θα πάει να την ανταμώσει ξανά και κάθε βράδυ κινούσε να την βρει

Ήταν σίγουρος πως ήταν κάποια παγίδα.

Πως αυτή ήταν το δόλωμα για να πιάσουνε οι άνθρωποι τον δράκο και να τον σκοτώσουν , όπως τόσους άλλους πριν.

Αλλά .... η μαγεία των παραμυθιών νικούσε

και πήγαινε να την βρει .. να της μιλήσει.


Ίσως να συνεχιζόταν για χρόνια αυτό,

αλλά ένα βράδυ η κοπέλα του είπε πως έχει να του διαβάσει ένα ιδιαίτερο παραμύθι.

Ένα παραμύθι που τον αφορούσε .


Ένα παραμύθι για την κοπέλα που αγάπησε τον δράκο.


Βγήκε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι της και τον πλησίασε.

Ακούμπησε τα βιβλία προσεχτικά στο έδαφος , γονάτισε μπροστά του,.. . Άπλωσε το χέρι ... χαμογελούσε τρυφερά.


Ο δράκος αναπήδησε σαν να τον είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Με μια μονάχα ανάσα , έβγαλε μια μεγάλη φωτιά κι έκαψε τα βιβλία με τα παραμύθια Κοίταξε με μίσος την κοπέλα , να εξαφανιστεί από μπρος του της είπε.. πριν κάψει και την ίδια.

Το χαμόγελό της .. πέτρωσε

σηκώθηκε

«Κάψε με αν αυτό είναι που θέλεις» του είπε.

«Κάψε τα παραμύθια , κάψε και τα όνειρα. Δεν μπορείς όμως να κάψεις την αγάπη, που σου χάρισα. Κράτα την , δώρο από μένα».





Για μια στιγμή μονάχα .. κείνος δίστασε ...

Για μια στιγμή όμως..

«Δεν πιστεύω στα παραμύθια. Δεν ονειρεύομαι ποτέ. Δεν δέχομαι δώρα από κανέναν».


κι από το στόμα του βγήκε φωτιά μεγάλη .. ξέρετε... από κείνες που μονάχα στάχτες κι αποκαϊδια αφήνουν πίσω.. και την τύλιξε.

Κι έφυγε..


Ηταν που το πρωί σηκώθηκε βαρύς .. παράξενα αδύναμος .. από έναν ύπνο δίχως όνειρα.

Ηταν που περνώντας μπροστά απ το μεγάλο καθρέφτη ... μια κραυγή απελπισίας έσκισε το κάστρο ..

Ηταν που Δάκρυα λύσσας πλημμύρισαν τα μάτια του , τα κόκκινα κι αγριεμένα

Ηταν που δε θα μπορούσε να φανταστεί χειρότερη τιμωρία.


Ηταν που στον καθρέφτη είδε έναν άνθρωπο..(Χ)

Αγαπημένες Σκέψεις

...