Σʼ ένα απόμακρο ορεινό χωριό, πέθανε ο αρχηγός του χωριού και η αρχηγία πέρασε στο γιο του. Ως τότε, οι άνθρωποι είχαν ζήσει πολλά χρόνια κάτω από τον έλεγχο μιας πελώριας σκιάς πάνω από το χωριό. Όποτε επιχειρούσε κάποιος να
ελευθερωθεί, αυτή η μεγάλη σκιά εμφανιζόταν με βροντερή φωνή που αντηχούσε σʼ όλο το βουνό. Οι χωρικοί πάντοτε υποχωρούσαν στη θέα αυτής της σκοτεινής εικόνας. Ο νεαρός, που ήταν τώρα αρχηγός, συνειητοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει αυτό το τέρας. Βγήκε έξω με μια ομάδα χωρικών και, μόλις εμφανίστηκαν στην άκρη του χωριού, παρουσιάστηκε η τεράστια σκιά. Αυτοί οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι. Ο νεαρός παρατήρησε πως η σκιά έγινε μεγαλύτερη και η φωνή δυνατότερη καθώς υποχωρούσαν. Σταμάτησε και τότε έκανε ένα γενναίο βήμα προς το μέρος της σκιάς. Φάνηκε να γίνεται ελαφρά μικρότερη. Έκανε ακόμα ένα βήμα, και η άποψή του επιβεβαιώθηκε: η σκιά έγινε μικρότερη και η φωνή λιγότερο ισχυρή.
Συνέχισε να κινείται προς αυτή, μέχρι που στα πόδια του βρισκόταν η πηγή της σκιάς.
Σήκωσε αυτό το μικρό εφήμερο αντικείμενο στο χέρι του και ρώτησε: -«Ποιός είσαι;» -«Ο Φόβος», ήταν η αδύναμη, ανίσχυρη απάντηση.
Ο νέος έκλεισε το χέρι του κι ο Φόβος εξαφανίστηκε ολότελα...