Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Είναι κάτι νύχτες

Είναι κάτι νύχτες, που τ’αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. 
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. 
Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά. 
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. 
Κι έρχεται ακάλεστη. 
Χωρίς να χτυπήσει ούτε την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.
 Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ” ένα λουλουδάκι. Ούτ” ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει. 
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της. «Αυτάαααα! Που είχαμε μείνει;» Σου λέει μ” όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα. Είν” αυτές οι νύχτες, που τ” άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. 
Που λιώνει το φεγγάρι. 
Που όλα σιγοτραγουδούν. 
Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. 
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα. 
Λένε πως ο κατήφορος έχει μόνο αρχή. 
Λένε πως όταν φτάσεις ως την άκρη του γκρεμού και δώσεις τη βουτιά, φταίει το κεφάλι σου που δεν σε κράτησε. 
Και στο τέλος, αν κάποιος άλλος σου κατάφερε την τελική σπρωξιά, δικός σου καλεσμένος ήταν.
 Παρεάκι σου. 
Μόνο που όποιοι τα κηρύττουν όλ” αυτά, δεν είδαν ποτέ τη θέα από την τελευταία πέτρα του γκρεμού. Βαδίζουν πάντα επί του ασφαλούς. Και το κακό μ” αυτούς είναι πως συνήθως έχουν δίκιο. Διαθέτουν ατσάλινα επιχειρήματα. Στο τέλος, σου γανώνουν το μυαλό. 
Όμως… Αν έφτασες ως εκεί… Λέμε αν… Αν έφτασες ως εκεί γιατί βιαζόσουνα να μάθεις, τι γίνεται πιο κάτω; 
Αν είχες πάρει φόρα, γιατί φοβόσουνα μη στήσεις την αγάπη; Αν στο ίσιωμα, που γνώρισες τα κολλητάρια σου, σου χάρισαν το ρούχο της άνοιξης και σε ξελόγιασαν; 
Κι εσύ πάλι…
 Ήταν ανάγκη να το φορέσεις κατάσαρκα και να πετάξεις, σαν ηλίθιος, τη στολή παραλλαγής που σου “ραψε η μάνα σου; Λέμε κι εμείς… Διάφορα. 
Μόνο οι άλλοι θα λένε; 
Σίγουρα πάντως, την ώρα της πτώσης, έβγαλες μια δυνατή φωνή: «Αγάπη!» κραύγασες. «Αγάπη!» . 
Οι πάντες ορκίζονται πως δε σ” άκουσαν. 

Τι φταις εσύ, αν δεν βρέθηκε κάποιος να σου έχει πει πως κι η αγάπη, όταν γίνεται κραυγή, τρομάζει…

 Απόσπασμα από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών» της Αλκυόνης Παπαδάκη.