Όσο περισσότερο ένας άντρας κοιτάζει το αντικείμενο του έρωτά του, τόσο αναφλέγει την καρδιά του. Είναι συνήθεια κάθε ερωτευμένου ν’ ακολουθάει τη φωτιά που καίει και στην οποία φλέγεται, και όσο νιώθει πως η φωτιά είναι κοντά, τόσο περισσότερο την πλησιάζει. [...] Ο καθένας το γνωρίζει αυτό, τόσο οι σοφοί όσο και οι ανόητοι: όσο πιο κοντά βρίσκεται ένας άντρας στη φωτιά, τόσο περισσότερο καίγεται.
Όταν λοιπόν βλέπεις το αντικείμενο του πόθου σου δεν θα θες ν’ απομακρυνθείς από αυτό, και όταν πρέπει ν’ απομακρυνθείς θα θυμάσαι όλη μέρα όσα είδες, και θα νιώθεις βαθιά απογοητευμένος από ένα πράγμα: για το γεγονός πως δεν είχες ποτέ το θάρρος ή το σθένος να μιλήσεις σ’ αυτήν, μα αντίθετα καθόσουν στο πλευρό της δίχως ν’ ανταλλάσσεις λέξη, σα να ένιωθες ανόητος ή να ντρεπόσουν. Και θα σκέφτεσαι πως έκανες λάθος που δεν απευθύνθηκες στην όμορφη κυρία πριν απομακρυνθείς – και θα βασανίζεσαι γι’ αυτό. [...]
Και αν κατορθώσεις και ξεκινήσεις την κουβέντα σου, θα σε έχει καταλάβει τόσο πολύ η ντροπαλοσύνη, που δεν θα πεις τελικά τα δύο από τα τρία πράγματα που είχες σκοπό να της πεις. [...]
Ο ερωτευμένος ποτέ δεν θα έχει εκείνο που ζητά: πάντα κάτι λείπει, και ποτέ δεν θα είναι σε ειρήνη με τον εαυτό του - εκτός αν το επιθυμήσω. Όταν νυχτώνει θα υποφέρεις χίλια και βάλε βάσανα. Θα ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου δίχως χαρά, θα γυρνάς και θα τρέμεις με νευρικότητα. Και θα θυμάσαι τη μορφή της, που δε μοιάζει με καμιά άλλη γυναίκα. Και θα σου πω κάτι παράξενο και θαυμαστό: Κάποιες φορές θα σου φαίνεται πως αγγίζεις το λαμπερό κορίτσι γυμνό μέσα στα χέρια σου, σαν να είχε γίνει σύντροφός σου. Θα φτιάχνεις τότε κάστρα στον αέρα και θα χαίρεσαι δίχως λόγο, όσο πλάθεις αυτή τη σκέψη, που δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια φαντασίωση.
Μα δεν θα κατορθώνεις να παραμείνεις για πολλή ώρα σε αυτή την κατάσταση και μετά θ’ αρχίσεις να κλαψουρίζεις, λέγοντας: “Ω, Θεέ μου, τι ονειρεύτηκα; Που ήμουν; Από πού ήρθε αυτή η σκέψη; Αχ, Θεέ, θα έρθει ποτέ η μέρα που θα βρεθώ στην κατάσταση που φαντάστηκα; [...] Πότε πια θα ξημερώσει; Έμεινα πολλή ώρα σε αυτό το κρεβάτι, και το να μένω εδώ είναι ανώφελο, τη στιγμή που δεν έχω εκείνο που ποθώ. Είναι κουραστικό να είναι κάποιος ξαπλωμένος, τη στιγμή που ούτε κοιμάται, ούτε ξεκουράζεται. Αχ, να ξημέρωνε αμέσως – μην καθυστερείς άλλο, ήλιε, για όνομα του Θεού, κάνε γρήγορα, διώξε πέρα τη νύχτα και τον πόνο της, που τόσο πολύ έχω αντέξει μέχρι τώρα...
...Guillaume de Lorris.