Κάποτε πριν πολλά χρόνια ζούσε ένα αγόρι τόσο ευαίσθητο και καλόκαρδο που μια μάγισσα θύμωσε τόσο μαζί του που αποφάσισε να του στείλει τη νεράιδα του Σκότους για να το πάρει με το μέρος της. Μια νύχτα που το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, πήγε η Μαύρη νεράιδα στο σπίτι του νέου. Σύρθηκε κρυφά μες τους ίσκιους και τρύπωσε στο δωμάτιό του.
Το παλικάρι κοιμόταν ήσυχα και γαλήνια.
Έβλεπε ένα όμορφο όνειρο και χαμογελούσε.
Η νεράιδα πλησίασε αθόρυβα, κοίταξε το γαλήνιο βλέμμα του και ζήλεψε που ένας θνητός μπορούσε να νοιώθει τόση ηρεμία την ώρα που κοιμόταν. Έβγαλε το μαύρο πουγκί που είχε πάντοτε κάτω από τον μεταξωτό της μανδύα, και του έριξε στο στόμα λίγες σταγόνες. Λίγες σταγόνες από το φίλτρο της Λησμονιάς. Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και έφυγε γελώντας. Όταν ξύπνησε ο
νέος το πρωί, δεν θυμόταν ποιος ήταν. Δεν θυμόταν τι ήταν. Βγήκε στο δρόμο, περιπλανιόταν σαν χαμένος, κοίταζε γύρω του σαν να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά. Τότε πετάχτηκε μπροστά του η νεράιδα με τα μαύρα, του χαμογέλασε, και το χλωμό της πρόσωπο έλαμψε. Πόσο όμορφη του φάνηκε!Ψιλόλιγνη και λυγερή με τα μεγάλα της μάτια να κοιτούν κατευθείαν στην ψυχή του. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και το χαμόγελό της θλιμμένο, μα γι αυτόν είχε την λάμψη του Ήλιου.Ήταν το πιο όμορφο βλέμμα που είχε δει ποτέ! Σαν υπνωτισμένος την ακολούθησε. Ο κόσμος έβλεπε τον νέο να ακολουθεί τη μαυροφορεμένη γυναίκα χωρίς να κοιτάει τίποτα άλλο, χωρίς να ρίχνει ένα βλέμμα πουθενά αλλού, παρά μόνο στη μορφή που προχωρούσε εμπρός του κι απορούσε: "Μα καλά, δεν βλέπει που πηγαίνει;
Δεν καταλαβαίνει ότι ακολουθεί τη Μαύρη νεράιδα; Θα τον οδηγήσει στο χαμό του!"
Κανείς όμως δεν του έλεγε τίποτα.
Κανείς δεν τον έπιασε από τους ώμους να τον συνεφέρει. Όλοι κοιτούσαν και λυπόνταν.
Η ζωή συνεχίζεται, τι κι αν ένας ακόμα νέος έπεφτε στα αδηφάγα χέρια μιας Μαύρης νεράιδας....
Καλό θέμα συζήτησης, μα μέχρι εκεί. Ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν μας αφορά. Μέχρι να μας αγγίξει... Μόνο τότε ασχολούμαστε, μόνο τότε φωνάζουμε και διαμαρτυρόμαστε γιατί κανείς δεν είπε κάτι, γιατί κανείς δεν μας ξύπνησε από το λήθαργο... Ο νέος την ακολουθούσε ολόκληρη τη Μέρα.
Ο Ήλιος άρχιζε την κάθοδό του κουρασμένος πια, όταν εκείνοι, έφτασαν σε μια λίμνη. Ήταν μια όμορφη λίμνη γεμάτη με νούφαρα που επέπλεαν επάνω στα πράσινα νερά της. Καλαμιές σκέπαζαν τη μία της πλευρά, και θάμνοι θεόρατοι, την άλλη. Τα δένδρα ήταν ψηλά και έκρυβαν το φως του Ήλιου. Η υγρασία δημιουργούσε καπνό που αναδυόταν αργά προς τον ουρανό. Φωνές πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονταν πουθενά. Μια απίστευτη ησυχία πλανίοταν γύρω. Εκεί σταμάτησε η νεράιδα.
Γύρισε τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και του έγνεψε να πλησιάσει.
Σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ο νέος, κοίταξε τρομαγμένος γύρω του. "-Που είμαι;" ψέλλισε. -"Εδώ μαζί μου..." του είπε η νεράιδα. "Εδώ είναι το σπίτι σου, μαζί μου." Πέταξε το μανδύα και του έπιασε το χέρι. "-Έλα, έλα να βουτήξουμε στο νερό. Είναι δροσερά και όμορφα." Θαμπώθηκε από την ομορφιά του κορμιού της. Ήταν σφιχτό και γεμάτο καμπύλες. Την ακολούθησε υπνωτισμένος. Βούτηξαν στα νερά κι άρχισαν να παίζουν. Έρχονταν όλο και πιο κοντά, οι ανάσες μπερδεύονταν, λαχάνιαζαν. Τα χάδια τους έγιναν πιο τρυφερά.
Η καρδιά του νέου άρχισε να χτυπά δυνατά. -"Πόσο τυχερός είμαι...." σκέφτηκε. Αλήθεια, πόσο μεγάλη τύχη ήταν να γνωρίσω ξαφνικά μια τόσο όμορφη γυναίκα....!"
Οι μέρες κυλούσαν με χάδια και φιλιά. Ο νέος ένοιωθε ευτυχισμένος εκεί. Μέσα στο συνεχές μισοσκόταδο ανακάλυπτε πράγματα που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Ο καιρός όμως περνούσε, και η νεράιδα άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν τον άφηνε πλέον να την αγγίζει όπως πριν.Δεν τον άγγιζε ποτέ. Δεν τον φώναζε κοντά της. Καθόταν μόνη σε ένα βραχάκι, και χανόταν μέσα στις σκέψεις της. Τότε εμφανίστηκε η μάγισσα. Ήρθε ξαφνικά μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο. Κάτι είπε στη νεράιδα και αυτή τον κοίταξε με βλέμμα λυπημένο.
Ανέβηκε στο σύννεφο και πέταξε μακριά μαζί της.
Ο νέος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έφυγε. Τι είχε κάνει; "Δεν μπορεί, θα ξαναγυρίσει... Δεν μπορεί να φύγει έτσι ξαφνικά, χωρίς ένα αντίο, χωρίς μια λέξη..." Περίμενε εκεί.... Περνούσαν οι εβδομάδες και ο νέος έστεκε πάντα δίπλα στη λίμνη.
Οι μέρες έσερναν τις ώρες τους αργά, βασανιστικά. Κοιτούσε πάντοτε ψηλά, στον ουρανό. Κάθε φορά που έβλεπε ένα μαύρο σύννεφο να πλησιάζει σπρωγμένο από τον άνεμο, αναθαρρούσε. Η καρδιά του πετάριζε.
Περίμενε το σύννεφο να φέρει τη νεράιδά του πίσω. Εκείνο έφερνε όμως μόνο βροχή. Η νεράιδα δεν ξαναγύρισε ποτέ.Καθόταν στην άκρη της λίμνης και αναρωτιόταν "Γιατί;" Καμία απάντηση από πουθενά...
Η μάγισσα μόνο πέρναγε καβάλα στο σύννεφό της και γέλαγε χαιρέκακα. -"Τώρα να σε δω θνητέ, που πήγε η γαλήνη και η ηρεμία σου.... Γιατί χάθηκε η ομορφιά της ψυχής σου; Έτσι είναι πάντα... Έτσι θα γίνεται πάντα...
Όλοι σας χρειάζεστε μια πλάνη, μία σκιά να βαραίνει τα μάτια για να καταλάβετε, να σταματήσετε να είστε ευτυχισμένοι". Μήνες ολόκληρους τον κοίταζε και γελούσε.
Τον έβλεπε να μαραζώνει και η καρδιά της ευφραινόταν. Μέχρι που κάποια στιγμή πέρασε πάνω από τη λίμνη η μάγισσα με το λευκό σύννεφο. Είδε ο νέος το σύννεφο που κατέβαινε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί. Ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και το πρόσωπό του έλαμψε. Όμως στο σύννεφο ήταν μόνο μια μάγισσα που το κοίταζε με λύπη.
"-Τι κάνεις εδώ πέρα μόνος σου; Ποιος είσαι;" "-Εγώ περιμένω την αγαπημένη μου να έρθει πάλι στη λίμνη μας.
Την ξέρεις; Φοράει ένα μαύρο μανδύα και είναι πολύ όμορφη. Έχει ένα θλιμμένο χαμόγελο...
Έφυγε μια μέρα με ένα μαύρο σύννεφο και δεν ξαναγύρισε." Η μάγισσα κατάλαβε..
-"Έλα" του είπε... "Έλα να σου πω...." -"Τι μπορείς να μου πεις εσύ μάγισσα; Που είναι η αγαπημένη μου;" -"Έλα να σου δείξω." Ανέβηκε ο νέος στο σύννεφο και πέταξε μαζί με τη μάγισσα πάνω από βουνά και πεδιάδες. Έφτασαν σε ένα δάσος σκοτεινό όσο και η λίμνη του. Εκεί υπήρχαν δύο σκιές που πήδαγαν από βράχο σε βράχο. Γέλια αντηχούσαν και κραυγές. Αναγνώρισε τη φωνή της...Μα που ήταν; Τι έκανε εκεί;"
-Γιατί;;;" ρώτησε τη μάγισσα. -"Δεν υπάρχει γιατί. Έτσι είναι ο κόσμος. Έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει για πάντα. Δεν χωράει καλοσύνη και γαλήνη μέσα του.
Πρέπει να υπάρχουν σκιές παντού." -"Γιατί όμως; Ποιον πειράζει αν όλα είναι φωτεινά; Αν υπάρχει παντού χαρά και αγάπη;" Η μάγισσα δεν του απάντησε. Τον κοίταξε μόνο και κούνησε το κεφάλι της. -"Δεν κατάλαβες ακόμα; Ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι τα ωραία πράγματα πρέπει να κρατούν για λίγο; Τι θα ήταν η ζωή σας αν παντού βασίλευε η ευτυχία; Ποιος θα μπορούσε να αντέξει αν όλα ήταν γύρω του όμορφα και εύκολα; Πως θα μπορούσες να κοιμηθείς, να ονειρευτείς εάν όλα είναι λουσμένα στο φως; Πως θα μπορούσες να νοιώσεις την χαρά της ηρεμίας αν ήσουν πάντα ήρεμος";
"Βλέπεις παλικάρι μου, ακόμα κι ο Ήλιος, δύει τη μισή μέρα. Παραχωρεί το θρόνο του στο βασίλειο των Σκιών. Μέσα εκεί ζει ο Έρωτας. Το υπέρτατο συναίσθημα ανήκει στη Νύχτα. Ανήκει στις Σκιές." Ο νέος κατάλαβε.
-"Όλα είναι μία αντίφαση. Η ευτυχία είναι ένα Όνειρο που κρατάει για λίγο. Είναι μια Στιγμή που τη ζούμε για να μας λείψει. Τότε καταλαβαίνουμε την αξία της. Τότε νοιώθουμε." -"Έλα πάμε πάλι πίσω. Εκεί στην πόλη από όπου ξεκίνησες. Τώρα ξέρεις. Τώρα μπορείς να ζήσεις κι εσύ σαν Άνθρωπος. -"Ναι, τώρα πόνεσα. Έμαθα. "
-"Όχι ακόμα. Αλλά τώρα, μπορεί να μάθεις κάποτε." ... είπε η μάγισσα και γύρισε το σύννεφο πάλι στον ουρανό.
Η μέρα χάραζε και ο ορίζοντας ρόδιζε στο βάθος. Ένα ουράνιο τόξο σημάδευε το τέλος της μπόρας κάπου μακριά. Ο Ήλιος κόκκινος, σκορπούσε το φως του παντού. Μια ακτίνα ζέστανε το πρόσωπο του νέου. Έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύτηκε τη νεράιδά του. Τι κι αν ήταν Μαύρη;
Ήταν δικιά του, έστω και για μία στιγμή...
-"Σε ευχαριστώ Μαύρη νεράιδα" φώναξε. "Σε ευχαριστώ που με έμαθες να νοιώθω. Με έμαθες ότι όλα είναι περαστικά."
-"Πάμε... Ο κόσμος είναι γεμάτος νεράιδες. Ήρθε η ώρα να ψάξεις τη Λευκή νεράιδα. Είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει" .......