Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Πώς να σκοτώσω μάτια μου αυτόν τον έρωτα;



Της Μαρίας Κουσαντάκη.
Είναι τόσα αυτά που θέλω να σου πω, κι άλλα τόσα που με κρατάνε από το να σου φανερωθώ.
Και ο χρόνος κυλάει. Και οι καταστάσεις αλλάζουν. Και προχωράμε, σε άλλα μονοπάτια, με διαφορετικούς συνοδοιπόρους, με διαφορετικά βλέμματα στραμμένα στο πρόσωπό μας. Ο ήλιος πέφτει, οι νύχτες μένουν ξάγρυπνες και μετά κοιμούνται. Ο ήλιος ξυπνάει, το χάραμα ανασταίνεται και η νύχτα ξανασηκώνεται. Και έτσι ο καιρός περνάει ανέπαφα από τις άλλοτε γεμάτες συναντήσεις μας.
Θέλω να σου μιλήσω, να ξεδιπλώσω αυτά που μέσα μου φλέγονται, ανάκατα με φόβους και παραμύθια. Και σου γράφω ένα γράμμα.
Δεν ξέρω πως μπορώ να σου δείξω αυτό που υπάρχει. Γιατί και εγώ η ίδια δεν μπορώ να το προσδιορίσω επ’ ακριβώς ούτε με λόγια ούτε με λέξεις. Είναι κάτι απόκοσμο. Δεν ξέρω αν και τι μπορείς να καταλάβεις…
Από εμένα, από εμάς.
Είναι τόσα πολλά αυτά που έχω μέσα μου και με πνίγουν. Με πνίγουν γιατί είναι τόσο εξωφρενικά όμορφα και διαφορετικά, που δεν μπορώ να τα κρατάω εγωιστικά μέσα μου μόνο για μένα. Θέλω να βγω στο δρόμο στη βροχή και να ουρλιάξω το τι έχω μέσα μου! Να πάρει η κάθε σταγόνα της βροχής μία μου λέξη, ένα μου συναίσθημα και να το διασκορπίσουν άλλοτε στη θάλασσα και σε άλλες χώρες, άλλοτε στο διψασμένο για συναίσθημα έδαφος, άλλοτε πάνω στην ύπαρξή σου ντύνοντάς την με κάτι από το είναι μου…
Οι λέξεις, οι αποτυπωμένες στο χαρτί λέξεις, ο αιώνιος αυτός σύντροφός μου σε κάθε τι που μου ήταν δύσκολο να προσδιορίσω με λόγια… Αυτές οι λέξεις τώρα δυσκολεύονται να βρουν τη σύνθεση, τη δημιουργία, την αποτύπωση αυτού που σκέφτομαι. Προσπαθώ να το κάνω απτό, κατανοητό, προσδιορίσιμο και ορατό, όμως κάπου χάνεται στον αέρα…
Κάπου στις αχτίδες του ήλιου, που επισκιάζουν τις λεπτομέρειες, κάπου στα τιτιβίσματα των πουλιών που τραγουδάνε την άνοιξη, κάπου στη βροχή που καλύπτει κάθε πόνο, κάπου στις ανάσες μας που σιγοκαίουν τα κορμιά μας… Κάπου εκεί είναι χαμένη αυτή η έντονη αίσθηση του έρωτα που εξ’ αρχής γεννημένης, πάγωσε μέσα σε κάποιαν άλλη διάσταση… Πριν καλά καλά προλάβει και η ίδια να κατανοήσει τη σύστασή της, τα θέλω της, τη δυναμική της, την καταδικάσαμε…
Πώς να σκοτώσω μάτια μου αυτόν τον έρωτα; Μια αρχή που δεν έχει βγει καν στην επιφάνεια…Πώς μου ζητάς να καταλαγιάσω κάτι που σφίζει για ζωή;
Πώς μου ζητάς να βάλω τέλος σε κάτι που δεν πρόλαβε να ξεκινήσει;
Δεν είναι άραγε σαν έκτρωση; Η έκτρωση ενός απρόσμενου έρωτα, ενός έρωτα που δημιουργήθηκε τη λάθος στιγμή. Και που από φόβο, ανασφάλεια, ανετοιμότητα, μου ζητάς να θυσιάσω. Ποιός βωμός και ποιό σύμπαν θα δεχτεί αυτή τη θυσία;
Και εγώ;
Εγώ πώς να ξεριζώσω από μέσα μου κάτι που με κόπο φροντίζω, κάτι δικό μου, κάτι όμορφο, που αν και απρόσμενο, έχω ήδη χτίσει συναισθήματα;
Μα τι γράφω, τι λέω. Ούτε και εγώ δε βγάζω άκρη με αυτές τις ασυνάρτητες, χωρίς αρχή, μέση και τέλος αράδες. Σαν πως και εμείς κάπως έτσι δεν είμαστε;
Χωρίς αρχή…
Χωρίς ορισμένη μέση, και χωρίς κανένα τέλος.
Τι να σου πω και εγώ και γιατί…
Τώρα πια είναι αργά. Τώρα κοιτάμε ήδη αλλού.
Και εσύ, μα και εγώ. Τώρα η νύχτα σκεπάζει τις κάποτε φωτεινές μας βόλτες.
Με λιγοστά ίχνη αστεριών στους ουρανούς μας. Αστεριών που έσβησαν στο χρόνο και εμείς πια κοιτάμε τις αντανακλάσεις των λάμψεών τους στο γειωμένο μας παρόν.
Και κάπως έτσι συνειδητά επιλέγω να μην τελειώσω αυτό το γράμμα. Ένα γράμμα χωρίς παραλήπτη, χωρίς διεύθυνση, χωρίς επικυρωμένα γραμματόσημα που επισφραγίζουν την εγκυρότητά του. Θα το αφήσω σε ένα ημιτελές παρελθοντικό χάος, ανάκατο με μυρωδιές μιας κάποτε ουτοπικής πραγματικότητας.
Της μισοτελειωμένης μας αλήθειας.

Αγαπημένες Σκέψεις

...