Απόσπασμα από το βιβλίο «Να σου πω μία ιστορία» του Χορχέ Μπουκάι – Εκδ. Opera
Ένας τύπος τηλεφωνεί στον οικογενειακό του γιατρό.
«Ρικάρδο, ο Χουλιάν είμαι»
«Α, γεια σου, Χουλιάν. Τι νέα;»
«Κοίταξε, σου τηλεφώνησα επειδή ανησυχώ για τη Μαρία.»
«Τι έπαθε;»
«Έχει αρχίσει και κουφαίνεται.»
«Πώς κουφαίνεται δηλαδή;»
«Αλήθεια. Πρέπει να έρθεις να τη δεις.»
«Εντάξει. Όμως η κώφωση δεν είναι κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, ούτε σε οξεία μορφή. Ελάτε τη Δευτέρα από το ιατρείο να το δούμε.»
«Νομίζεις ότι μπορούμε να περιμένουμε μέχρι τη Δευτέρα;»
«Εσύ πώς το κατάλαβες ότι δεν ακούει;»
«Μα, τη φωνάζω και δεν απαντάει.»
«Κοίτα, μπορεί να είναι κάτι ασήμαντο, να έχει βουλώσει το αυτί της ή κάτι παρόμοιο. Άκουσε, θα διαπιστώσουμε αμέσως το βαθμό του προβλήματος της Μαρίας. Που είσαι τώρα;»
«Στην κρεβατοκάμαρα.»
«Κι εκείνη που βρίσκεται;»
«Στην κουζίνα.»
«Εντάξει. Φώναξέ την απο κει.»
«Μαρίαααααα…! Δεν μ’ ακούει.»
«Καλά. Πήγαινε στην πόρτα του δωματίου και φώναξε από το διάδρομο.»
«Μαρίααααααααα! Τίποτα!»
«Περίμενε, μην απελπίζεσαι. Πάρε το ασύρματο τηλέφωνο και προχώρα στο διάδρομο. Φώναζε συνέχεια μέχρι να σε ακούσει.»
«Μαρίααααααααααααα…! Μαρίααααααααααααααααααααα…! Μαρίαααααααααααααααααααααααααα…! Δεν παίρνει χαμπάρι. Είμαι στην πόρτα της κουζίνας και τη βλέπω. Είναι γυρισμένη και πλένει τα πιάτα αλλά δε μ’ ακούει. Μαρίααααααααα…! Τίποτα.»
«Πλησίασε κι άλλο.»
Ο άντρας μπαίνει στην κουζίνα, πλησιάζει τη Μαρία, βάζει το χέρι του στον ώμο της και της φωνάζει στο αφτί:
«Μαρίααααααααααααααααααααα…!»
Η σύζυγός του, θυμωμένη, γυρίζει και του λέει:
«Μα τι θέλεις; Τι θέλεις, τι θέλεις, τι θέλειιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιις…; Με φώναξες δέκα φορές και δέκα φορές σε ρώτησα «τι θέλεις». Όσο πάει και κουφαίνεσαι – δεν ξέρω γιατί δεν πας επιτέλους στο γιατρό να κοιταχτείς…»
«Ρικάρδο, ο Χουλιάν είμαι»
«Α, γεια σου, Χουλιάν. Τι νέα;»
«Κοίταξε, σου τηλεφώνησα επειδή ανησυχώ για τη Μαρία.»
«Τι έπαθε;»
«Έχει αρχίσει και κουφαίνεται.»
«Πώς κουφαίνεται δηλαδή;»
«Αλήθεια. Πρέπει να έρθεις να τη δεις.»
«Εντάξει. Όμως η κώφωση δεν είναι κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, ούτε σε οξεία μορφή. Ελάτε τη Δευτέρα από το ιατρείο να το δούμε.»
«Νομίζεις ότι μπορούμε να περιμένουμε μέχρι τη Δευτέρα;»
«Εσύ πώς το κατάλαβες ότι δεν ακούει;»
«Μα, τη φωνάζω και δεν απαντάει.»
«Κοίτα, μπορεί να είναι κάτι ασήμαντο, να έχει βουλώσει το αυτί της ή κάτι παρόμοιο. Άκουσε, θα διαπιστώσουμε αμέσως το βαθμό του προβλήματος της Μαρίας. Που είσαι τώρα;»
«Στην κρεβατοκάμαρα.»
«Κι εκείνη που βρίσκεται;»
«Στην κουζίνα.»
«Εντάξει. Φώναξέ την απο κει.»
«Μαρίαααααα…! Δεν μ’ ακούει.»
«Καλά. Πήγαινε στην πόρτα του δωματίου και φώναξε από το διάδρομο.»
«Μαρίααααααααα! Τίποτα!»
«Περίμενε, μην απελπίζεσαι. Πάρε το ασύρματο τηλέφωνο και προχώρα στο διάδρομο. Φώναζε συνέχεια μέχρι να σε ακούσει.»
«Μαρίααααααααααααα…! Μαρίααααααααααααααααααααα…! Μαρίαααααααααααααααααααααααααα…! Δεν παίρνει χαμπάρι. Είμαι στην πόρτα της κουζίνας και τη βλέπω. Είναι γυρισμένη και πλένει τα πιάτα αλλά δε μ’ ακούει. Μαρίααααααααα…! Τίποτα.»
«Πλησίασε κι άλλο.»
Ο άντρας μπαίνει στην κουζίνα, πλησιάζει τη Μαρία, βάζει το χέρι του στον ώμο της και της φωνάζει στο αφτί:
«Μαρίααααααααααααααααααααα…!»
Η σύζυγός του, θυμωμένη, γυρίζει και του λέει:
«Μα τι θέλεις; Τι θέλεις, τι θέλεις, τι θέλειιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιις…; Με φώναξες δέκα φορές και δέκα φορές σε ρώτησα «τι θέλεις». Όσο πάει και κουφαίνεσαι – δεν ξέρω γιατί δεν πας επιτέλους στο γιατρό να κοιταχτείς…»
Αυτό είναι ΠΡΟΒΟΛΗ.
Κάθε φορά που βλέπω κάτι που μ’ ενοχλεί σε κάποιον άλλο, καλό θα ήταν να θυμάμαι ότι
αυτό που βλέπω είναι, τουλάχιστον (τουλάχιστον!) και δικό μου.Κάθε φορά που βλέπω κάτι που μ’ ενοχλεί σε κάποιον άλλο, καλό θα ήταν να θυμάμαι ότι