Του Βαλάντη Γαούτση
Ως άλλος κόσμος γκριζωπός που θε
της ευτυχιάς να μοιάζει,καλοντύθηκε ο ουρανός υγρός.
Κάθε πρόσωπο χαράς ή λύπης το χλωμιάζει
σαν γίνεται της λησμονιάς ο πρώτος μαστροπός.
(Δυο αναμνήσεις απ΄τις τρεις η συμφωνία· και τάχα θα ΄ν΄ σωστός.)
της ευτυχιάς να μοιάζει,καλοντύθηκε ο ουρανός υγρός.
Κάθε πρόσωπο χαράς ή λύπης το χλωμιάζει
σαν γίνεται της λησμονιάς ο πρώτος μαστροπός.
(Δυο αναμνήσεις απ΄τις τρεις η συμφωνία· και τάχα θα ΄ν΄ σωστός.)
Κι εμείς ρομαντικότατοι με τα σκισμένα
μπλε πουκάμισα,ευγνώμονες γι΄αυτό το λίγο.
Ω, τις ώρες να τον θαυμάζω που χαράμισα,
ας ήταν να τις πέρναγα κρεμάμενος από ΄να στίχο.
(Θα μίλαγε γι΄ απόκρυφα και για δεινά, και της βροχής τον ήχο.)
μπλε πουκάμισα,ευγνώμονες γι΄αυτό το λίγο.
Ω, τις ώρες να τον θαυμάζω που χαράμισα,
ας ήταν να τις πέρναγα κρεμάμενος από ΄να στίχο.
(Θα μίλαγε γι΄ απόκρυφα και για δεινά, και της βροχής τον ήχο.)
Μικρές και στοιχισμένες δίπλα-δίπλα
να ΄μασταν εταζέρες, γιομάτες διαθέσιμ΄ αναμνηστικά.
Να πέρναγε ο ουρανός να φωτιζόταν τις εσπέρες,
σαν εκθέταμε τον κάματο ζωής βαμμένο γαλανά.
(Και ω, του κόσμου τα ερέβη, να ξέσπαγαν σε ξαστεριά.)
να ΄μασταν εταζέρες, γιομάτες διαθέσιμ΄ αναμνηστικά.
Να πέρναγε ο ουρανός να φωτιζόταν τις εσπέρες,
σαν εκθέταμε τον κάματο ζωής βαμμένο γαλανά.
(Και ω, του κόσμου τα ερέβη, να ξέσπαγαν σε ξαστεριά.)
Δραττόμεθα της ευκαιρίας να φανούμε
ως άλλοι αισιόδοξοι, που παν΄ αγκαζέ με την ελπίδα.
Ντυμένοι στα ειρωνικά λευκά πια οι απαισιόδοξοι
κι ο ουρανός να ταλαντεύεται:
«Ποιοι καταναλώνουν περισσότερη ελπίδα;»
(Κι έπιασε τόπο η συννεφιά,
και έπρεπε να υπάρξει,
τον ουρανό τής δυστυχιάς για να ταράξει
ώσπου να ΄βγει εκείν΄ η πρώτη θαρραλέα μικρή αχτίδα.)
ως άλλοι αισιόδοξοι, που παν΄ αγκαζέ με την ελπίδα.
Ντυμένοι στα ειρωνικά λευκά πια οι απαισιόδοξοι
κι ο ουρανός να ταλαντεύεται:
«Ποιοι καταναλώνουν περισσότερη ελπίδα;»
(Κι έπιασε τόπο η συννεφιά,
και έπρεπε να υπάρξει,
τον ουρανό τής δυστυχιάς για να ταράξει
ώσπου να ΄βγει εκείν΄ η πρώτη θαρραλέα μικρή αχτίδα.)