Αν είναι αλήθεια πως οι μόνοι Παράδεισοι είναι εκείνοι που έχουμε χάσει, τότε ξέρω πως να ονομάσω αυτό το τρυφερό κι απάνθρωπο συναίσθημα που με διακατέχει σήμερα.
Ένας μετανάστης επιστρέφει στην πατρίδα του. Κι εγώ θυμάμαι.
Η ειρωνεία, η σκληρότητα, όλα καταλαγιάζουν και να ‘με πίσω στην πατρίδα.
Δε θέλω ν” αναμασώ ευτυχισμένες στιγμές, αυτό είναι πολύ πιο απλό και πολύ πιο εύκολο.
Γιατί, αν έχει απομείνει κάτι ανέγγιχτο απ” τις ώρες που ανασύρω απ” τα βάθη της λησμονιάς, αυτό είναι κυρίως η ανάμνηση μιας αγνής συγκίνησης, μιας στιγμής που αιωρείται μέσα στην αιωνιότητα.
Τούτο μόνο είναι αληθινό μέσα μου και το αντιλαμβάνομαι πάντα πολύ αργά.
Αγαπάμε μια λυγερή κίνηση, το ταίριασμα ενός δέντρου μέσα στο τοπίο. Και, για να ξαναζωντανέψουμε όλη αυτή την αγάπη, έχουμε μόνο μια λεπτομέρεια, που μας είναι όμως αρκετή: τη μυρωδιά μιας κάμαρας που έμεινε για καιρό κλεισμένη, τον ιδιαίτερο ήχο ενός βήματος στο δρόμο.
Έτσι και μ” εμένα.
Κι αν αγάπησα τότε δίνοντας το είναι μου, ήμουν τελικά ο εαυτός μου, αφού η αγάπη και μόνο μας αποδίδει στον εαυτό μας. Αργές, γαλήνιες και κρίσιμες, εκείνες οι ώρες επιστρέφουν, το ίδιο έντονες, το ίδιο συγκινητικές γιατί είναι βράδυ και οι στιγμές είναι όλο θλίψη, και υπάρχει ένα είδος ακαθόριστου πόθου μέσα στον άφωτο ουρανό. Κάθε κίνηση που ξαναθυμάμαι μου αποκαλύπτει τον εαυτό μου.
Κάποτε μου είχαν πει: «Είναι τόσο δύσκολο να ζεις». Και θυμάμαι με ποιο τρόπο μου το είπαν. Μια άλλη φορά κάποιος ψιθύρισε:
» Το χειρότερο σφάλμα είναι να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν».
Όταν όλα τελειώνουν, η δίψα της ζωής σβήνει. Μήπως είναι αυτό η ευτυχία;
Όταν περιπλανιόμαστε σ” αυτές τις αναμνήσεις, ντύνουμε τα πάντα με το ίδιο διακριτικό ένδυμα και ο θάνατος μας φαίνεται σαν ένα σκηνικό με ξεθωριασμένα χρώματα.
Ξαναγυρίζουμε στον εαυτό μας. Αισθανόμαστε την απελπισία μας και τον αγαπάμε περισσότερο. Ναι, ίσως αυτό να είναι η ευτυχία, η συμπόνια για την δυστυχία μας.
Αλμπέρ Καμύ