Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

"Το Σκισμένο Ψαθάκι" - Αλκυόνη Παπαδάκη



Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα. Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου Κανείς.... 

Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. 

Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε. Όχι πώς η αφεντιά μου είναι τίποτα σπουδαίο. Απλώς κορόιδεψα λιγότερο από ότι με κορόιδεψαν. Έκλεψα λιγότερο από όσο με έκλεψαν. Και σίγουρα μοίρασα τα τιμαλφή μου, έτσι δίχως να τα χρεώσω πουθενά. Δεν βαριέσαι. Η ουσία είναι ότι χωρίς να το καταλάβω καλά βρέθηκα στην απέ ξέω. Φαίνεται την ώρα που οι άλλοι λογάριαζαν κι έβγαζαν τα μερτικά, εγώ περίμενα να σηκωθεί το φεγγάρι από τα κλαδιά της κουκουναριάς. Σε αυτό το πανηγύρι λοιπόν της ζωής, κάτι θα βρει ο καθένας να τον τραβήξει. Κάτι θα βρει να του αρέσει. Απλωμένη η πραμάτεια. Δεν γίνεται να μην γουστάρεις κατιτί. Το ζήτημα είναι να λάβεις μέρος. 

Μη σε πάρει η απόκοτων, γιατί την έκανες. Ρε συ, το γονατισμένου τον πηδούν οι πάντες. Ακόμα και οι απόμαχοι τρέχουν να κάνουν μάτι. 

Σήκω στα πόδια σου. Κάνε παιχνίδι ρε κωλόπαιδο. Μην με κοιτάς σαν μαλάκας.

 Δεν παίρνει ο άλλος από θεωρίες. Σκύβεις κοντά στον άνθρωπο σου και προσπαθείς να του μάθεις από το άλφα την ζωή. Προσπαθείς να του φέρεις ξανά στο μυαλό του όλες τις όμορφες εικόνες, που αυτός τις έχει σβήσει και δεν τις θυμάται πια. Σιγά, με πολλή αγάπη και μεγάλη προσοχή. Του συλλαβίζεις από την αρχή το ποιηματάκι. Κατάλαβες; Αυτό προϋποθέτει βέβαια μεγάλη ψυχή και απέραντη αντοχή. Θέλει κότσια. Έλα μου έγνεψε χαμογελώντας. Κάνε γρήγορα. 

Τα όμορφα πράγματα στην ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δάχτυλα μου. Αν αρνηθείς, είναι βρισιά. Δεν χρειάζεται σκέψη. 

Δε σου ταιριάζουν οι δισταγμοί. Ξέρω τι ψάχνεις. Ξέρω που πάς. Ψηλάφισα τα ίχνη από τα βήματα σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι. Έχω κρυμμένης τα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρα σου και θα σε σκορπίσει στον ουρανό. Κοίταξε με είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σε ένα ποτάμι ορμητικό. Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις. Αν δεν κάμεις, αν φοβηθείς δεν είσαι για μένα. 

Φύγε 
Δεν σε συνάντησα ποτέ. 

Για σένα της έλεγα. Μόνο για σένα.
 Για να σου τραγουδούν τις ώρες της σιωπής σου. Άπλωνα τα χέρια μου μέσα στην νύχτα και μάζευα πολύχρωμους ήλιους και άσπρα φτερά από περιστέρια. Για σένα της έλεγα
Μόνο για σένα. Για να σκεπάσεις το γυμνό κορμί σου Ξέρεις τι είναι ο έρωτας μου έλεγε Σιγά η Δάφνη. 

Η φωνή της ήταν τρυφερή, λιγο τσαλακωμένη, λίγο χνουδωτή, σαν φυλλαράκι της μοναξιά Το βαθύ μπλε του ουρανού. Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας. Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού. Τα χρώματα στης ψυχής. Αυτός είναι ο ερωτάς.

 Ξέρεις τι μετράει τελικά; Ποια χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάμουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιο στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς αναπνοή στ αστέρια. 

Δεν έχει ταυτότητα ο έρωτας. Κάθε φορά που τυχαίνει να πετάξω τις αποσκευές μου, να βάλω φωτιά στο καλύβι μου, με πιάνει μετά από λίγο τέτοια ταραχή , που τρέχω να ξεπουλήσω όσο την ανεξαρτησία μου Αυτοί που λένε πως είναι ευτυχείς, γιατί έκοψαν τα νήματα που τους συνδέανε με τους υπόλοιπους, αν δεν το παίζουν βούδες είναι το λιγότερο μαλάκες του γλυκού νερού. 

Όσο περισσότερο ξεκόβεις από τους άλλους, τόσο έρχεσαι κοντύτερα στην Άβυσσο. 

Κι εκεί τα πράματα είναι δύσκολα. Παρία και πληγή Χρειαζόμαστε μικρές σκλαβιές στην ζωή μας, για να ξυπνάμε Χρειαζόμαστε πλαίσια. Σκοπούς. Προσδιορισμούς.

 Χρειαζόμαστε κορνίζες, Για να κλείνουμε μέσα τα τοπία που ζωγραφίζει η ψυχή μας. Αλλιώς, τα παίρνει ο άνεμος