Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Να σου δώσω έρωτα;

Να σου δώσω έρωτα;
-Δώσε Mου!
-Είναι βρώμικος. .
-Δώσ’ τον μου βρωμισμένο!
-Να μαντέψω θέλω . .
-Μάντεψε.
-Θέλω να ρωτήσω ακόμη . . .
-Ρώτησε!
-Ας υποθέσουμε ότι χτυπώ …
-Θα σου ανοίξω!
-Ας υποθέσουμε ότι σε καλώ …
-Θα έρθω!
-Κι αν σε περιμένει Συμφορά;
-Στη συμφορά!
-Κι αν σε ξεγελάσω;
-Θα σε Sυγχωρήσω!
-«Τραγούδα!» θα σε προστάξω . . .
-Θα τραγουδήσω!
-Κλείσε την πόρτα σου στον φίλο . . .
-Θα την κλείσω!
-Θα σου πω: σκότωσε! . .
-Θα σκοτώσω!
-Θα σου πω: πέθανε!. .
-Θα Πεθάνω!
-Κι να πνιγώ;
-Θα σε σώσω!
-Κι αν πονάς;
-Θα υπομένω!
-Κι αν άξαφνα – τοίχος;
-Θα το μεταφέρω!
-Κι αν – κόμπος;
-Θα τον κόψω!
-Κι αν εκατό κόμποι;
-Και τους εκατό!
-Να σου δώσω Έρωτα;
-Έρωτα!
-Δεν πρόκειται!
-Γιατί;
-Γιατί δεν αγαπώ
Τους σκλάβους.

Robert Rozhdestvensky, Να σου δώσω έρωτα;, 1969
ίσως ότι καλύτερο έχω διαβάσει για τη διαφορά "Έρωτα" και "απελπισμένου έρωτα"

Σαν σήμερα: 20 Σεπτεμβρίου1971 άφησε την τελευταία του πνοή ο Γιώργος Σεφέρης

Σαν σήμερα: 20 Σεπτεμβρίου1971 άφησε την τελευταία του πνοή ο Γιώργος Σεφέρης είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.Το 1963 βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών: η ανακοίνωση της βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη.
Σύμφωνα με τα αρχεία της επιτροπής, ο Σεφέρης προτάθηκε επίσημα το 1963 από τον Johnson, ενώ είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 από τον Τόμας Στερνς Έλιοτ. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους ο οποίος θεωρούσε πως το έργο του Σάμουελ Μπέκετ (βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969) είχε πιο θετική αποτίμηση από εκείνο του Σεφέρη. Ο Σεφέρης επικράτησε στην τελική ψηφοφορία του Άγγλου ποιητή Ουίσταν Ώντεν και του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα (ο οποίος βραβεύτηκε, τελικά, με το ίδιο βραβείο το 1971). Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής. Τον Ιούλιο του 1967 προλογίζει την έκδοση των ποιημάτων του αδελφού του Άγγελου. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προσκαλείται από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών στο Πρίνστον και αποδέχεται, ενώ καλείται να διδάξει και στην Έδρα Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον για την Ποίηση του Χάρβαρντ για το ακαδημαίκό έτος 1969-1970 αλλά απορρίπτει.με επίσημη επιστολή του προς τον πρύτανη του ιδρύματος, κάτι που συνιστά την πρώτη ανοιχτή δήλωσή του κατά του καθεστώτος. Το 1968 τον προσεγγίζουν Αριστεροί με σκοπό να τους συνδράμει: ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο, ενώ του ζητείται να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας:μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C., το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε Γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα. Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
«Είμαστε ένας λαός, με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός».
Γ.Σεφέρης

Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος.


Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. 
Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία.

Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε.

Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου.

Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό.

Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.

Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο.

Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: «Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου».

Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά…

Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι.

Κάθονταν στην καρέκλα και με κοίταζε με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της την ώρα που μαγείρευα κάτι για να φάμε. Μου έδινε οδηγίες χαμογελαστή και με μάλωνε αν έκανα κάτι λάθος, αν έριχνα περισσότερο αλάτι από όσο έπρεπε.

Ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ημέρας μου! Απλά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο.

Στις πολύ άσχημες ημέρες της, δεν μπορούσε να φάει μόνη της και έπρεπε να την ταΐσω. Δεν το ήθελε, έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη.

Την μάλωνα. Αφού το ήξερε, ότι και να γίνει θα είμαι πάντα εκεί δίπλα της. Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος.
Τα πράγματα σιγά σιγά όμως χειροτέρεψαν. Έφτασε η μέρα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνη της ενώ έπρεπε να παίρνει τα φάρμακα της κάθε 4 ώρες.

Σταμάτησα από την δουλειά για να μπορώ να είμαι συνέχεια δίπλα της και να την φροντίζω. Όταν την τάιζα, την έβαζα να ξαπλώσει στο κρεβάτι, έπεφτα και εγώ δίπλα της και την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Όπως παλιά. Τότε, αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας μου.

Υπήρξε μια μακρά σιωπή που κανείς από όλους όσους άκουγαν κρυφά τη διήγηση του άντρα, δεν τόλμησε να διακόψει. Ο ηλικιωμένος με κάποιο τρόπο βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει…
Αλλά πόσα μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα.

Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει η αρρώστια να λυγίσει την γυναίκα μου. Αλλά τελικά τα κατάφερε.

Το είχα δει να έρχεται. Το ίδιο και εκείνη. Ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει αλλά και πάλι. Ήταν σαν τη μια μέρα να την σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου και την επόμενη να έχει φύγει.

Στην αρχή με σκότωσε αλλά σε λίγο καιρό κατάλαβα ότι είναι καλύτερα εκεί που βρίσκεται τώρα. Δεν χρειάζεται πια να παίρνει αυτά τα τρομακτικά φάρμακα και δεν χρειάζεται πια να τρώει τα άθλια φαγητά μου.

Εκείνη είναι καλύτερα. Εγώ όμως δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς αυτή. Για παράδειγμα δεν ξέρω τι να κάνω τα πράγματα της, τα ρούχα της. Δεν μπορώ να τα πετάξω. Δεν θέλω να το κάνω. Όλα τα ρούχα της είναι ακόμα στην ντουλάπα και παντού υπάρχουν οι φωτογραφίες της. Η πλευρά της στο κρεβάτι είναι ακριβώς όπως την άφησε. Θέλω να πιστεύω ότι είναι ακόμα εδώ. Οι κόρες μου μου λένε να πουλήσω το σπίτι και να πάω σε ένα άλλο, αλλά πέρασα τη ζωή μου σε αυτό το σπίτι μαζί της. Είναι ακόμα το σπίτι μας, τουλάχιστον όσο ζω ακόμη σε αυτό.
Επικράτησε για μερικά λεπτά και πάλι σιωπή.

«Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο πρέπει να σου ήταν να την φροντίζεις όλη μέρα. Να δίνεις τα πάντα για αυτή».

«Καθόλου δύσκολο. Ήταν προνόμιο μου να μπορώ να μπορώ να την φροντίσω για όσο το έκανα. Ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και θα το έκανα ξανά και ξανά αν χρειαζόταν. Ήταν και θα είναι για πάντα η βασίλισσα μου. Απλά μου λείπει τόσο η αγκαλιά της…»...........
 Που είσαστε ρε άνθρωποι; Γιατί εχουμε γίνει ενα κομάτι κρέας;ΓΙΑΤΙ;

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Aργύρης Χιόνης

Είναι δυο άνθρωποι. Ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: "Θα σε σκοτώσω".
"Μα γιατί;", ρωτά ο άοπλος "τι σου 'χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις".
"Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ' αγαπούσα", λέει αυτός με το μαχαίρι.
"Ή και να με μισούσες", λέει ο άοπλος. "Να με μισούσες τόσο, που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε!"
"Κι αν σ' αγαπήσω", επιμένει ο οπλισμένος, "αν σ' αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;"
"Ω, μη φοβάσαι", λέει ο άοπλος, "σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και τότε είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση".

...Aργύρης Χιόνης...

..Paulo Coelho..

Το δύσκολο, προσελκύει
Το αδύνατο αποπλανεί,
Αυτό που σε φοβίζει, είναι πολύπλοκο.
Και ό,τι είναι εξαιρετικά περίπλοκο το ερωτεύεσαι.

...Paulo Coelho...

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

" Θα περάσει κι αυτό"..

" Θα περάσει κι αυτό".....
Ήταν η γιαγιά μου που μου έμαθε αυτές τις πολύτιμες λέξεις.....
Να τις χρησιμοποιείς μου έλεγε, σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής..
Όταν όλα φαίνονται απαίσια.....
Όταν όλα φαίνονται απολύτως τρομακτικά....
Αλλά ακόμα και όταν όλα φαίνονται τέλεια, υπέροχα και θαυμάσια...
Γιατί τότε δίνεις στα πράγματα την αληθινή τους αξία....
C.Rain

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Απόσπασμα απο το βιβλίο της Δ.Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα»

Απόσπασμα απο το βιβλίο της Δ.Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα»
«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).
Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε.
Απ’ τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!
Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κ’ ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:
– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι. »
Διδώ Σωτηρίου – Ματωμένα Χώματα

Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα

Μέσα από τη συγκλονιστική αφήγηση μιας νεαρής Σμυρνιάς και με τη βοήθεια του Φωτογραφικού Αρχείου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, αναβιώνει την πιο σκοτεινή σελίδα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας , 94 χρόνια μετά τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922 «Οι γονείς μου κατοικούσαν στη Σμύρνη και ωνομάζοντο Ανδρομάχη και Κωνσταντίνος Χατζημάρκου. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο ύπνου, καφενείο και ηλεκτροκίνητο καφετριβείο “η Μόκα” στην προκυμαία της Σμύρνης. Γεννήθηκα στη Σμύρνη, στο ξενοδοχείο μας, στες 15 Μαρτίου του 1909. Επειδή οι αδελφές μου μεγάλωσαν και δεν ήθελε ο πατέρας μου να ζούμε στο ξενοδοχείο, κατοικήσαμε σ’ άλλο προάστειο, τον Κιός Τεπέ. Το σπίτι μας ήταν μία ωραία έπαυλις σ’ένα ύψωμα, από όπου εφαίνετο ωραία η κίνησις του κόλπου… Η ζωή μας κυλούσε ήρεμη και ανέφελη, την ευτυχία μας δε τη μεγάλωσε ο Ελληνικός στρατός, που κατέλαβε τη Σμύρνη. Θυμούμε μάλιστα με τι λαχτάρα στες 2 Μαΐου 1919 τους υποδεχθήκαμε στο σπίτι μας, τον χορό που έδωσε ο πατέρας μου στον 1ον λόχο των ευζώνων, που ήλθε στο χωριό καθώς και τον Εθνικόν Ύμνον που για πρώτη φορά έπαιξα στο πιάνο με την αδελφούλα μου. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια γεμάτα χαρά και ευτυχία, που βλέπαμε τη Σμύρνη μας γαλανόλευκη. Η ευτυχία μας όμως δεν βάσταξε πολύ· και μια μέρα του 1922, στες 14 Αυγούστου , μάθαμε την οπισθοχώρησι του Ελληνικού στρατού. Στην αρχή μας φάνηκε απίστευτο, γιατί ο εγωϊσμός μας δεν μας άφινε να το πιστέψωμε. Και όμως ένα Σάββατο… ακούστηκε ο φοβερός ερχομός των Τούρκων…» Η Αμφιλύκη Χατζημάρκου, ήταν ένα κορίτσι που μεγάλωνε στη Σμύρνη ανέμελα και με σχετική οικονομική άνεση μέχρι την καταστροφή της πόλης το Σεπτέμβριο του 1922. Η αφήγησή της αναβιώνει μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, που σφράγισε επί της ουσίας το θάνατο του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και την αποτυχία της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Μικρασιατική Καταστροφή για τους Έλληνες, Αγώνας Ανεξαρτησίας (Kurtuluş Savaşı) για τους Τούρκους Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1923 ο τουρκικός στρατός, ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ και οι άτακτοί του, μπήκαν στην Σμύρνη. Επτά μέρες πριν είχε αποχωρήσει και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα από τη Μικρά Ασία με το Μέτωπο να έχει καταρρεύσει από τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου. Η ήττα του Ελληνικού στρατού και η κατάληψη της πόλης από τους κεμαλικούς βρήκε την οικογένεια της Αμφιλύκης απροετοίμαστη. Αναζήτησαν ασφάλεια «στο στόμα του λύκου», στο ξενοδοχείο της Προκυμαίας, αλλά κατάφεραν να σωθούν με τη βοήθεια ενός άλλου ξενοδόχου μουσουλμάνου, πιθανόν του Ναΐμ Μούλαβιτς, ιδιοκτήτη των «Σμύρνα Παλάς» και «Σπλέντιτ Παλάς». Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι αντάλλασαν εξυπηρετήσεις και προστασία κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και της ελληνικής κατοχής του 1919-1922, ως τεχνολογία επιβίωσης απέναντι στις υπερβάσεις των αρχών και τη βιαιότητα των ατάκτων ενόπλων ομάδων. Μόνο που τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1922 οι παλιές ασφαλιστικές δικλείδες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς… Φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα Όποιος μπορέσει ας σωθή· η Σμύρνη καίεται «Την Τετάρτη το βράδυ έρχεται ο Τούρκος ξενοδόχος και μας λέγει: “Όποιος μπορέσει ας σωθή· η Σμύρνη καίεται”» περιγράφει η Αμφιλύκη Χατζημάρκου στην σπάνια σήμερα έκδοση «Από τας ημέρας της Μικρασιατικής Καταστροφής, Αυτοβιογραφίαι των Προσφύγων Κοριτσιών του Οικοτροφείου του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών» (Αθήνα, 1926). «Βγήκαμε όλοι έξω και βλέπομε τη Σμύρνη να καίεται από τέσσερα μέρη και όλος ο κόσμος να φωνάζη και να μη ξεύρη που πηγαίνει. Ο πατέρας μου
βλέποντας το κακό που γινότανε έξω, αποφάσισε να καούμε εκεί για να μη πέσωμε στα χέρια των θηρίων αυτών». Ο πατέρας μου βλέποντας το κακό που γινότανε έξω, αποφάσισε να καούμε εκεί για να μη πέσωμε στα χέρια των θηρίων αυτών. «Η απόφασις του ήτο σταθερά. Η μητέρα μου κ’ εμείς με κλάματα τον παρακαλούσαμε να φύγωμε. Τόσο τραγικό το σύμπλεγμα αυτό φάνηκε στον Τούρκο ξενοδόχο που ήρθε και είπε στη μητέρα μας: “Έλα πάρε τα παιδιά σου και θα σωθούμε όλοι μαζί. Έχω ατμάκατο”. Μια αχτίνα χαράς μας παρηγόρησε και αφού μας έδωσαν σκεπάσματα οθωμανικά μαζί με τη μητέρα και αδελφή του ξενοδόχου μας παρέλαβον μερικοί ωπλισμένοι Τούρκοι και μας πήγαν στην ατμάκατο. Προχωρήσαμε λίγο και ύστερα από πολλά εμπόδια, γιατί τα πτώματα των πνιγμένων κτυπούσαν δεξιά και αριστερά στην ατμάκατο, σταθήκαμε στο μέσον του κόλπου. Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα. Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα». Μπροστά στα μάτια μας είχαμε το τραγικό θέαμα, που μας παρουσιάζει φωτιά, μαχαίρι και θάλασσα. Σ’ όλη μου τη ζωή δε θα ξεχάσω την τραγική αυτή νύχτα.  Η μεγάλη πυρκαγιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία. Η φωτιά διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο). Καθώς η οικογένεια Παπαμάρκου προσπαθούσε να διαφύγει, ο πατέρας συνελήφθη. Στην αφήγησή της η Αμφιλύκη χρησιμοποιεί το παλιό ημερολόγιο αλλά και αυτές οι ημερομηνίες φαίνεται πως είναι συγκεχυμένες στο μυαλό της. «Στες 4 το πρωΐ της 1ης Σεπτεμβρίου φθάσαμε στο Κορδελιό, προάστειο της Σμύρνης. Οι Τούρκοι για να δείχνουν δυσκίολες στους χριστιανούς, ζητούσαν διάφορα πιστοποιητικά. Ο πατέρας κατώρθωσε με τη βοήθεια ενός δικηγόρου, Τούρκου να κάνη ένα τέτοιο πιστοποιητικό, που έπρεπε να επικυρωθή από την Τουρκική κυβέρνησι, και γι αυτό πήγε στο Διοικητήριο. Αλά δυστυχώς για μας εκεί κρατήθηκε από τους Τούρκους. Ήτανε Σαββάτο στες 15 Σεπτεμβρίου του 1922, η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου . Αφού άδικα γυρέψαμε να τον σώσωμε και δεν μπορέσαμε, στες 15 Σεπτεμβρίου το πρωΐ φύγαμε αφήνοντας πίσω μας τον καλό μας πατέρα, περιουσία, σπίτι και την πατρίδα μας, με ένα επίτακτο Αμερικανικό που ήλθε να μας σώση».Πιθανόν αναφέρεται στο Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου, τελευταία μέρα που επιτρέπονταν η ελεύθερη αποχώρηση του χριστινικού πληθυσμού από τον Τουρκικό στρατό. Φαίνεται ότι η οικογένεια εξάντλησε άδικα κάθε περιθώριο για τη σωτηρία του πατέρα… Ξεριζωμός Φύγαμε αφήνοντας πίσω μας τον καλό μας πατέρα, περιουσία, σπίτι και την πατρίδα μας Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική ακτή, που -κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου- έφτανε τις 250.000, άρχισε μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την κατάρρευση του Μετώπου στα μέσα Αυγούστου του 1922. Την επομένη της αναχώρησης και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Σμύρνη, οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης Προκυμαίας “Κε” μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. Μετά από παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου G. Horton, στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων. Οι μαρτυρίες για όσα συνέβησαν στην πόλη πριν την πλήρη εκκένωση της είναι ανατριχιαστικές. Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες. Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ. Όλη η Σμύρνη καλύφθηκε από τις στριγκλιές και τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάσθηκαν, οι Ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους της αρμένικης συνοικίας, ολόκληρες οικογένειες εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ ενώ από τη μανία των Τούρκων δεν γλίτωσαν ούτε οι Γαλλίδες νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οι καθολικές αδελφές του Τάγματος του Ελέους που σφαγιάσθηκαν εν ώρα καθήκοντος. Ο ευαγγελιστής ιερέας πατήρ Μαλτάς εκτελέσθηκε και ο πρόεδρος του Αμερικανικού Κολεγίου Αλεξ Μακ Λάχλαν υπέστη βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έστειλε αντιπροσωπεία στον Κεμάλ Ατατούρκ ώστε να συγκαταθέσει στην εκκένωση της πόλης. Η εκκένωση της Σμύρνης άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου και διήρκησε μια εβδομάδα.Κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων ο Κεμάλ Ατατούρκ επέτρεψε σε ελληνικά και άλλα πλοία να μπουν στο λιμάνι. Όταν η πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες στις 13 Σεπτεμβρίου, 19 συνολικά πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο.Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα.Οι εμπρησμοί κατέστρεψαν τα 3/5 της έκτασης της Σμύρνης αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία. Από τις φωτιές δεν γλίτωσαν ούτε τα πολυτελή κτίρια της πόλης, όπως το Sporting Club, τα κομψά ξενοδοχεία του Και, τα εστιατόρια και οι επαύλεις. Από τις 46 ορθόδοξες εκκλησίες σώθηκαν οι τρεις. Τα τελευταία τραγικά δείγματα της σμυρνιώτικης φωτογραφίας Την έκταση της καταστροφής αποτυπώνει καρέ καρέ η συλλογή φωτογραφιών που έθεσε στη διάθεσή του NEWS247 το Φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και έχει αξιοποιηθεί από το νεοϊδρυθέν Ψηφιακό Μουσείο Νέας Σμύρνης σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης και ψηφιοποίησης του σχετικού με τον ελληνισμό της Σμύρνης υλικού που βρίσκεται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και του κόσμου. «Αυτή η σχετικά άγνωστη ιδιωτική συλλογή, που παραχωρήθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι επί της ουσίας τα τελευταία τραγικά δείγματα της σμυρνιώτικης φωτογραφίας» επισημαίνει ο ιστορικός Μιχάλης Βαρλάς, υπενθυμίζοντας πως η Σμύρνη, η Νέα Υόρκη της Ανατολής όπως αποκαλείτο λόγω της ιδιαίτερης κουλτούρας της, είχε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων της εικόνας: επαγγελματίες φωτογράφους, φωτορεπόρτερ, καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές  αλλά και απλούς ανθρώπους που ήταν εξοικειωμένοι με τη φωτογραφία και την εικονοληψία.«Από τέτοιες συλλογές όχι μόνο ξαναζούμε την καταστροφή αλλά βλέπουμε και πως οι άνθρωποι αποτύπωναν την ιστορία» τονίζει ο κύριος Βαρλάς. Πηγή Φωτογραφιών: Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.Ευχαριστούμε για τις πληροφορίες και τη βοήθεια τον Μιχάλη Βαρλά, επιμελητή και υπεύθυνο τεκμηρίωσης της έκθεσης του Ψηφιακού Μουσείου Νέας Σμύρνης, καθώς και την Νίκη Μαρκασιώτη, υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. 


Αγαπημένες Σκέψεις

...