Τρίτη 24 Μαΐου 2016

“Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…

 “Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε…
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες…
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν… Αν…
Αν ήταν όλα… αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;”
Αλκυόνη Παπαδακη

Γυμνή αλήθεια μου, ανυπεράσπιστη......

Γυμνή αλήθεια μου, ανυπεράσπιστη,
με γαλάζιο σε ντύνω,
με κόκκινο γδύνεσαι.
στ' ανοιχτά ταξιδεύεις και χάνεσαι,
μοναχά στις άκρες των ονείρων μου πιάνεσαι!
Γ. Ρίτσος.

Ν’ αγαπάς ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή


Είναι κάτι μοναδικές στιγμές.. που η γλώσσα είναι φτωχή.....


Είναι κάτι μοναδικές στιγμές..
που η γλώσσα είναι φτωχή..
τα λόγια άχρηστα..
κι ίσα ίσα... τότε είναι..
που θέλεις να πεις τα πιο πολλά..
Τότε ο άνθρωπος τραγουδάει ή παραμιλά..
Μα ούτε κι αυτό είναι αρκετό.
Στο τέλος...λύνεται στο κλάμα..
Και τότε μπορεί να μην τα λέει όλα..
λέει όμως αρκετά!! ..
Μ. Λουντέμης

Το τσουβάλι της φιλίας

Ξεκινάς με ένα τσουβάλι γεμάτο ανθρώπους. Άνθρωποι που αποκαλείς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συνάδελφους, κολλητούς, γείτονες, συμμαθητές. Πόσο γεμάτη ζωή με τόσους ανθρώπους, σκέφτεσαι και χαμογελάς αθώα.

 Προχωράς δυο βήματα και νιώθεις πως το τσουβάλι σα να έχει ελαφρύνει. Ανοίγεις και βλέπεις πως κάποιοι λείπουν, πως κάποιοι έχουν φύγει ή τους έχεις διώξει και εσύ. Όχι μην ανησυχείς δε σε κακολογούν, ούτε τους κακολογείς, απλά έτσι είναι οι άνθρωποι, απλά χάνονται, απλά δε συνεχίζουν, απλά δεν ταιριάζουν. Κλείνεις το τσουβάλι ανέκφραστα, έχεις τόσους πολλούς που δε σε νοιάζει. 


Προχωράς άλλα τρία βήματα.

Σ' εκείνους που έφθασαν στην κορυφή με την ψυχή διψασμένη για ν' αντικρύσουν ένα ......

Σ' αυτούς που ξεκίνησαν ένα ταξίδι χωρίς προορισμό
Σ' εκείνους που έφθασαν στην κορυφή με την ψυχή
διψασμένη για ν' αντικρύσουν ένα ηλιοβασίλεμα
Σε σένα που δεν είπες αντίο γιατί φοβήθηκες τα
ραγισμένα μάτια...
Σε μένα που δεν ξέχασα ν' αγαπώ.
Τόνια Νικολοπούλου

Η Σκεψη της Ημερας...


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ' αυτιά μου την φωνή του γέρου. -ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ.....

Ένας γέρος συμβουλεύει...

Πριν χρόνια έβλεπα τον κόσμο από ψηλά. Πέταγα με τα καινούργια μου φτερά κι ατένιζα περήφανη τον ήλιο.
Έπαιζα με τα σύννεφα και χανόμουν μεσα στα απαλά λευκά τους χρώματα.

Κυνηγούσα το ουράνιο τόξο ψάχνοντας να βρω το τέλος, την αρχή του. Αναζητούσα την πηγή του για να βουτήξω μεσα της και να λουστώ με τα πολύχρωμα νερά της, να αποκτήσω κατι από την λάμψη του, να μείνω για παντα εκεί ψηλά να χαίρομαι το ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο.

Μα όλα τα όνειρα εχουν ένα τέλος.
Με ζήλεψαν τα αστέρια κι ο άνεμος, με χτύπησε ο Έρωτας κι ένα του βέλος τρύπησε μεμιάς και τα δυο μου φτερά. Έπεσα στροβιλίζοντας και μισοζαλισμένη.

Βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους με σκυμμένα κεφάλια και θολό βλέμμα.
"Δεν πειράζει" έλεγα, "τώρα δεν είμαι μόνη μου, δεν πετάω ψηλά ελεύθερη αλλα έχω μια αγκαλιά να με κρατά τα βράδια. Έχω κι εγώ κάποιο να του κρατάω το χέρι, να νιώθουμε μαζι την άμμο στα γυμνά μας πόδια και την δροσιά της θάλασσας τα καλοκαίρια."

Κοίταζα τα σύννεφα, τον ήλιο από χαμηλά και όμως δεν με πείραζε, έβλεπα τα πουλιά να με καλούν να παίξουμε εκεί ψηλά κι έλεγα "όχι, τώρα εδώ θα μείνω, μαζι του για παντα."

Ήρθε όμως η ώρα που όλα χάθηκαν, τα πήρε μαζι του κι έφυγε μια μέρα κι εγώ απέμεινα μόνη μου να τον κοιτάζω να χάνετε, να σβήνει η μορφή του στο βάθος του ορίζοντα. Κοίταξα πάλι εκεί ψηλά.

"Δεν πειράζει",σκεφτηκα, "θα ξαναπάω στα σύννεφα, θα παίξω πάλι με τα αστέρια, θα νιώσω το αεράκι να μου ψιθυρίζει τα μυστικά του ήλιου και τις ζαβολιές του φεγγαριού."

Έκανα να πετάξω μα έμεινα στο χώμα. Ο χρόνος πέρασε και γω δεν γιάτρεψα τα φτερά μου. Τα άνοιξα και είδα τις τρύπες τους. Έτρεξα εδώ, έτρεξα εκεί να βρω, να μάθω να ρωτήσω πώς να τις κλείσω.

Κανείς δεν ήξερε να μου πει. Όλοι με κοίταζαν με λύπη.
-Τώρα είναι αργά, μου έλεγαν, τώρα ο καιρός πέρασε και η τρύπες μεγάλωσαν, σκλήρυνε η σάρκα γύρω τους και δεν θα θρέψουν ξανά. Τρόμαξα πολύ κι έφυγα.

Ανέβηκα σε βουνό ψηλό και κοίταξα από ψηλά τον κόσμο, ήταν όμορφα μα ψεύτικα. Δεν πετούσα, έμενα ψηλά μα ακίνητη. Ήρθε ο άνεμος, τον ρώτησα.
-Τώρα είναι αργά μου είπε κι αυτός.

Φώναξα στα πουλιά για να μου πούνε, παντα η ίδια απάντηση.
-Είναι αργά.
Έζησα τον εφιάλτη, είδα το τέλος κι έφυγα ξανά. Πήγα στο δάσος μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και χώθηκα σε μια συστάδα δέντρων.

Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ δεν σταμάτησα στιγμή να ανοίγω τα φτερά μου, δεν σταμάτησα ποτέ να προσπαθώ να πετάξω.
Κάποια στιγμή τα κούνησα, τα κοίταξα ετσι μεγάλα αλλα αδύναμα, με τρύπες και λύγισα. "Όχι εγώ θα πετάξω" έλεγα και φώναζα σε όλους.
"Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να το θέλεις."

Βρήκα ένα γερο να με κοιτά απορημένος.
-Θέλεις να πετάξεις; με ρώτησε.
-Ναι του είπα, με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Αλλα πως;
-Τι πως; Άνοιξε τα φτερά σου και πέταξε.
-Μα εχουν τρύπες, πληγές παλιές που δεν ξέρω πώς να τις γιατρέψω πια. Άργησα και ο χρόνος πέρασε.

Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
-Δεν φταίνε οι τρύπες κόρη μου. Ξέχασες πώς να πετάς.
-Μα δες τες, του είπα. Είναι μεγάλες. Με πέτυχαν τα βέλη του έρωτα και έπεσα στην γη.

-Αχ παιδί μου, λαθος έκανες. Ο σωστός έρωτας δεν σε προσγειώνει, αντίθετα σου δίνει φτερά, σε βοηθάει να πετάξεις. Δεν σε κατεβάζει στην γη.

-Εκεί ψηλά που πέταγα ήμουν μόνη μου, δεν είδα άλλον γύρω μου.
Δεν υπήρχε κανείς για να του δώσω την αγάπη μου. Κοίταξα κάτω και είδα ένα πρίγκηπα. Ήταν όμορφος στα μάτια μου, με κάλεσε κοντά του να παίξουμε στην λίμνη του, αλλα εκεί περίμενε ο φτερωτός ο κυνηγός που έστησε το δόκανο στην λίμνη.
Δεν τον είδα.

-Κοίταξες κάτω, είπε ο σοφός γέροντας, γι αυτό. Συμβιβάστηκες. Δεν κοίταξες πιο πάνω. Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Αυτό μάθε το.
Άντε τώρα είναι ώρα να φύγεις, πέτα λοιπόν και πρόσεχε.

Τον άκουσα, τον πίστεψα και άνοιξα πάλι τα φτερά μου. Τα κούνησα και είδα το έδαφος να απομακρύνετε. "Πετάω και πάλι", σκέφτηκα.

Πέρασα μεσα από τα σύννεφα, είδα ένα αλήτη σπουργιτάκο να με κοιτά σαστισμένος αλλα χαρούμενος.
-Πετάει ξανά, τιτίβισε και ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε τον αέρα.

Κοίταξα πάλι προς τα κάτω αλλα θυμήθηκα τα λόγια του γέρου.
Άφησα τις αχτίδες του ήλιου να με ζεστάνουν, άκουσα το αεράκι να μου ψιθυρίζει τις απιστίες της σελήνης, ξάπλωσα στα μαλακά σύννεφα κι ένοιωσα χαρούμενη.

Κάθε φορά που το βλέμμα μου έπεφτε προς τα κάτω άκουγα στ' αυτιά μου την φωνή του γέρου.

-ΠΡΟΣΕΧΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΚΟΙΤΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΣ, ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΣ...

Αγαπημένες Σκέψεις

...